Του Aθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο φθόνος, η ζήλεια και το μίσος ήσαν κάποτε ανθρώπινα ψυχολογικά φαινόμενα που εκδηλώνονταν σε ατομικό επίπεδο. Όλα άλλαξαν άρδην όμως με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, η οποία ανατρέποντας τους τρόπους παραγωγής πλούτου και δημιουργίας εξουσίας, έφερε στο προσκήνιο νέες μορφές αξιοποίησης της ανθρώπινης ψυχικής αθλιότητας.
Η πολιτική καλλιέργεια του φθόνου και του μίσους με τη συμβολή της ψευδολογίας και μισών αληθειών, ανέδειξε αυτό που ο Γουστάβος Λεμπόν αποκάλεσε «Ψυχολογία των όχλων», και έφερε στην επιφάνεια την προπαγάνδα που τελειοποίησαν ως πολιτικό εργαλείο οι εθνικο-σοσιαλιστές (ναζί) και οι μπολσεβίκοι. Για την αξιοποίηση από πολιτικής πλευράς των όχλων έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες και το φαινόμενο, έχει συνδεθεί με απεχθή εγκλήματα, με εθνοκαθάρσεις, ολοκαυτώματα και εξευτελιστικές για τον άνθρωπο δίκες.
Σε θεωρητικό επίπεδο, η ανάλυση του φαινομένου ξεκινά από το «Κυνήγι των μαγισσών» του 13ου αιώνα, αλλά στον 20° αιώνα αποκτά δήθεν επιστημονική υφή με τις ρατσιστικές θεωρίες και πολιτικό περιεχόμενο με την μαρξιστική αντίληψη για τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του. Μπορεί ο Κάρολος Μαρξ να είχε δηλώσει ότι «δεν ήταν μαρξιστής», πλην όμως, μετά από αυτόν, αδίστακτοι κυριολεκτικά καιροσκόποι μετέτρεψαν την φιλοσοφία του σε εργαλείο κατάληψης της εξουσίας και πολιτικού ολοκληρωτισμού.
Αυτοί που έδωσα ρέστα όμως στο επίπεδο της προπαγάνδας, ήταν οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές και οι Ιταλοί φασίστες στην Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι.
Ο Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ, υπήρξε μαίτρ στο επίπεδο αυτό και τον ακολούθησε ο Στάλιν στη Ρωσία. Ακόμα περισσότερο, με αφετηρία τη μαρξιστική διαλεκτική, οι μπολσεβίκοι ανήγαγαν σε εργαλείο επικοινωνίας και εξοντώσεως των αντιπάλων τους και την «στρατηγική της ρετσινιάς» – η οποία δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Για να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Κατά κύριο δε λόγο είναι ζωτική ανάγκη η καταπολέμηση της γνώσης, ώστε να επιτυγχάνεται το «κλείσιμο» μίας κοινωνίας και να περιορίζεται όσο γίνεται η ύπαρξη κριτικής σκέψης. Κριτική σημαίνει ανάπτυξη του ορθολογισμού, ύπαρξη ανοιχτού διαλόγου και, βεβαίως, ελεύθερος λόγος. Αυτά, όμως, είναι πολύ «κακά πράγματα» για πολιτικούς που κατέχουν όλες τις αλήθειες και έχουν θαυματουργές λύσεις για κάθε νόσο.
Στη σημερινή Ελλάδα έτσι και όχι μόνον, η αδυναμία των πάλαι ποτέ «θαυματουργών πολιτικών παρατάξεων να έχουν λύσεις για πραγματικά προβλήματα, φέρνουν στην επιφάνεια πρακτικές, που κάποτε μεταφράστηκαν σε τεράστιες απώλειες ανθρώπινων ζωών».
Την ώρα που παρατηρούνται γεωπολιτικές ανατροπές, παγκόσμιες εμπορικές ανακατατάξεις, νέες κοινωνικές ανάγκες, εξελίξεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, μετατοπίσεις πληθυσμών και άλλα πολλά, πολλές κυβερνήσεις αγωνιούν που θα βρουν δανεικά για να μοιράζουν επιδόματα, ενώ άλλες συμμετέχουν ενεργά στην διάδοση του παγκόσμιου εγκλήματος και της συναφούς διαφθοράς.
Είναι δε σαφές πλέον ότι οι παραπάνω πολιτικές ομάδες, απευθύνονται σε μέρος του πληθυσμού που αρνείται να υποστεί τον μόχθο και την αμφιβολία της πνευματική εργασίας και, πάνω απ’ όλα, να αποδεχθεί την αγωνία της ανάληψης ευθυνών.Προσφέρει έτσι γόνιμο έδαφος δράσης σε ομάδες καιροσκόπων και πλαστογράφων ιδεών.
Όπως επισημαίνεται σε μία εξόχως ενδιαφέρουσα παρουσίαση – ανάλυση του βρεταννικού περιοδικού Εκόνομιστ, για την αποκαλούμενη «κοινωνία της μετα-αλήθειας» (post-truth society), τα κοινωνικά δίκτυα οδηγούν στην διαίρεση χρηστών σε ομοιογενή υποσύνολα, που επικοινωνούν μόνον μεταξύ τους και των οποίων πνευματική τροφή είναι τα ψεύδος, το μίσος, η συκοφαντία.
Σε αυτές, λοιπόν, τις σχεδόν στεγανές και πολιτικά μονόχρωμες κοινότητες, αναπτύσσεται η επικοινωνία μόνον μεταξύ ομοίων – και, βέβαια,, κυριαρχούν αδίστακτοι, θρασείς και επιθετικοί πολιτικοί τύπου Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ, Ν. Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο, Μαρίν Λεπέν στην Γαλλία. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των πολιτικών είναι η ακατάσχετη ψευδολογία, η καλλιέργεια του μίσους και η κατασυκοφάντηση των αντιπάλων. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα οι πολιτικές λιτότητας, δεν έχουν τίποτε απολύτως να προτείνουν ως λύση παρά μόνον την στοχοποίηση «εχθρών».
Στο πεδίο αυτό, διαπρέπει και η ευρωπαϊκή ακροαριστερά, με πρώτο βιολί της τον Γάλλο Ζαν-Λύκ Μελανσόν, ο οποίος πλειοδοτεί και σε αντισημιτισμό με σύνθημα τη δήθεν απελευθέρωση των Παλαιστινίων, που 20 χρόνια τελούν υπό το μαφιόζικο ισλαμικό καθεστώς της Χαμάς..
Δεν χωρά καμμιά αμφιβολία έτσι ότι στον αποκαλούμενο δυτικό κόσμο, όπου από καιρό παρατηρείται πολιτική κόπωση, τα πολιτικά άκρα, έχουν ήδη κερδίσει έδαφος στο πολιτικό πεδίο και με μέσα που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, προσπαθούν να αποχαυνώσουν και να αποσταθεροποιήσουν κοινωνίες ευάλωτες πλέον στην ψηφιακή και διαδικτυακή παραπληροφόρηση, που πρίν απ’όλα καταστρέφει την έγκυρη δημοσιογραφία..
Όλα αυτά, μας υπόσχονται «όμορφες μελλοντικές στιγμές», με δέκα κόμματα για παράδειγμα στην ελληνική Βουλή και στιγμές απείρου κάλλους πολιτικής χυδαιότητας.
