του Διονύση Τεμπονέρα*
Στα καφενεία, στις γειτονιές, στο μαζικό χώρο κυριαρχεί μια και μόνο συζήτηση. Πώς θα φύγει η Δεξιά και μαζί της οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που βασανίζουν τη ζωή μας; Γιατί δεν πάτε όλοι μαζί; Γιατί δεν συμφωνείτε σε ένα minimum πρόγραμμα; Γιατί δεν αναλαμβάνετε πρωτοβουλίες;
Το αργότερο σε δύο χρόνια από σήμερα ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ θα προκηρύξουν εκλογές (2027).
Στην τελευταία δημοσκόπηση της «GPO» η ΝΔ έχει τουλάχιστον διπλάσιο ποσοστό από το δεύτερο κόμμα.
Τέσσερα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται στο προοδευτικό «τόξο» διαγκωνίζονται για την δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη θέση σε ποσοστά από 6-13% ευρισκόμενα σε ανταγωνιστική θέση μεταξύ τους.
Ποτέ μεταπολιτευτικά κανένα κόμμα δεν κατόρθωσε να κερδίσει εκλογές ανεβαίνοντας από το 11-12% σε ποσοστά κυβερνησιμότητας άνω του 35% δίχως να μεσολαβήσουν τουλάχιστον τρεις εκλογικές αναμετρήσεις.
Η προοπτική συνεπώς για κυβέρνηση της Δεξιάς μέχρι το 2031 είναι πια ένα σοβαρό ενδεχόμενο.
Αποτελεί για τον δημοκρατικό κόσμο το ενδεχόμενο αυτό μια «ακραία συνθήκη»;
Για τον προοδευτικό κόσμο η απάντηση είναι σίγουρα καταφατική, αν κρίνουμε από το γεγονός, ότι για πρώτη φορά στο μέσο της θητείας μιας κυβέρνησης, το ποσοστό των πολιτών που ζητά πρόωρες εκλογές είναι πλειοψηφικό.
Για τα αντίστοιχα κόμματα του προοδευτικού χώρου η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, αν κρίνει κανείς από την εκατέρωθεν συμπεριφορά και τις αντεγκλήσεις.
Προφανώς μεταξύ των κομμάτων υφέρπει η παραδοχή ότι «χρόνος υπάρχει» και οι συνεργασίες μπορεί να γίνουν είτε προεκλογικά είτε μετεκλογικά αφού όλοι πια διαπιστώνουν, ότι κανείς μόνος του δεν μπορεί να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση.
Από την άλλη, πόσο πιθανό είναι να εμπεδωθεί κουλτούρα συνεργασίας παραμονές των εκλογών, όταν θα έχουν μεσολαβήσει τα γνωστά πολιτικά «μαχαιρώματα» και οι πολιτικές δεσμεύσεις σε πρόσωπα και ρόλους της προηγούμενης περιόδου;
Και πόσο πιθανή είναι μια συνεργασία μετεκλογικά υπό το βάρος της ασφυκτικής πίεσης του χρόνου(τριήμερες διερευνητικές εντολές); Ως γνωστόν στην περίπτωση αυτή τα προγράμματα «πάνε περίπατο» και η προοπτική της ακυβερνησίας διαφεντεύει αλλά και ευνοεί ακόμα και το δεύτερο κόμμα σε ενδιάμεσες εκλογικές αναμετρήσεις, όταν το δίλημμα «κυβέρνηση κουρελού ή σταθερότητα» απευθυνθεί στους φοβισμένους πολίτες.
Όλα τα παραπάνω γίνονται ήδη αντιληπτά από την κοινωνία των πολιτών, που ψάχνει εναγωνίως λύση. Την αναζήτησε στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από το 2019 και μετά, αλλά δεν την βρήκε. Την αναζήτησε από το ΠΑΣΟΚ που τσίμπησε λίγο δημοσκοπικά μετά την εκλογή νέας ηγεσίας, αλλά δεν πείστηκε. Την αναζητά τώρα στο πρόσωπο της κας Κωνσταντοπούλου, αλλά η όποια δυναμική ήδη άρχισε να ανακόπτεται.
Το αδιέξοδο είναι προφανές. Τα υφιστάμενα κόμματα είτε δεν μπορούν, είτε δεν θέλουν…
Θέλουν και μπορούν όμως οι ψηφοφόροι τους (σε πλειοψηφικά σχεδόν ποσοστά τουλάχιστον όσον αφορά ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ). Θέλουν και μπορούν και οι πολίτες που αγωνιούν. Ήδη εξελίσσονται πρωτοβουλίες και διεργασίες βάσης που δρομολογούν εξελίξεις στην κατεύθυνση της σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων.
Στα καφενεία, στις γειτονιές, στο μαζικό χώρο κυριαρχεί μια και μόνο συζήτηση. Πώς θα φύγει η Δεξιά και μαζί της οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που βασανίζουν τη ζωή μας; Γιατί δεν πάτε όλοι μαζί; Γιατί δεν συμφωνείτε σε ένα minimum πρόγραμμα; Γιατί δεν αναλαμβάνετε πρωτοβουλίες;
Και τα τρία κόμματα στο επόμενο τετράμηνο πηγαίνουν σε συνεδριακές διαδικασίες. Το να αυτοπροσδιοριστούν στις νέες συνθήκες είναι χρήσιμο και αναγκαίο. Το να επικαιροποιήσουν τον προγραμματικό τους λόγο, επίσης. Το να ανασυνταχθούν οργανωτικά, θα τα βοηθήσει αρκετά.
Αλλά όλα τα παραπάνω είναι χρήσιμα μόνο, αν ενταχθούν σε μια κοινή συνισταμένη: Την εκλογική και πολιτική συμπόρευση σε προγραμματική βάση. Τι άλλο θα κουβεντιάσουν στα συνέδριά τους άραγε, πέρα από το κομβικό ζήτημα των πολιτικών συνεργασιών; Το ερώτημα και το αίτημα το έχει θέσει ήδη η κοινωνία. Πως μπορούν να μην απαντήσουν σε αυτό; Και ακόμα και αν απαντήσουν μεμονωμένα, τι αξία έχει η απάντηση, όταν δεν μπορείς να την εφαρμόσεις σε καθεστώς αυτοδυναμίας έτσι και αλλιώς;
Έχει άραγε κανείς την αίσθηση, ότι θα μελετηθούν διεξοδικά οι προγραμματικές θέσεις των κομμάτων; Ο προγραμματικός λόγος είναι αναγκαίος αλλά όχι καθοριστικός.
Έχει κάνεις την αίσθηση, ότι αφορούν την κοινωνία οι εσωκομματικές διευθετήσεις; Χρήσιμη η ανανέωση και η εναλλαγή, αλλά τα επίδικα ξεπερνούν τα πρόσωπα και τους ρόλους.
Έχει κανείς την αίσθηση, ότι όταν τελειώσουν οι εσωτερικές διεργασίες των κομμάτων το Φθινόπωρο, ότι θα προκύψει δημοσκοπική εκτίναξη; Δύσκολο να προκύψει ανάταξη σε γνώριμα σχήματα που κουβαλούν βάρη του παρελθόντος.
Άρα ποιος είναι τελικά ο καθοριστικός παράγοντας;
Η πολιτική βούληση και η δυνατότητα να συνθέσουμε και να υπερβούμε την αυτοαναφορικότητά μας.
«Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα χρόνια κοσκινίζει», λέει ο σοφός λαός.
Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση κινδυνεύει να …γκρεμιστεί ο φούρνος και απαιτούνται έκτακτες λύσεις σε έκτακτες συνθήκες. Συνεπώς τα κόμματα είτε θα ακολουθήσουν τα κελεύσματα της κοινωνίας, είτε θα απομονωθούν μεγεθύνοντας το κενό πολιτικής εκπροσώπησης και διακυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τουλάχιστον που έχει υπάρξει πολιτικό παράγωγο των συνθέσεων και των υπερβάσεων οφείλει να είναι συνεπής απέναντι στην ιστορική του διαδρομή και παρακαταθήκη. Οφείλει να επιμένει στην ανάγκη ανασύνθεσης και ανασύνταξης του αριστερού και προοδευτικού χώρου μέχρι τέλους. Αυτή η στρατηγική είναι η μόνη εναλλακτική που μπορεί να δώσει ελπίδα στον ελληνικό λαό.
Με όσους θέλουν λοιπόν, αλλά και με όσους μπορούν…
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος –Μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ)