Γιατί κάποια μωρά κλαίνε περισσότερο από άλλα; Η απάντηση ίσως «κρύβεται» στα γονίδια, υποστηρίζουν επιστήμονες στη Σουηδία…
Έχεις αναρωτηθεί γιατί το νεογέννητό σου είναι «προγραμματισμένο» να κλαίει με τις ώρες, ενώ το μωρό της φίλης σου είναι ήρεμο σαν «αγγελούδι»; Μεγάλη σουηδική μελέτη σε δίδυμα, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο JCPP Advances, αποκαλύπτει ότι η διάρκεια του κλάματος και η ευκολία με την οποία ηρεμεί ένα βρέφος επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από γενετικούς παράγοντες.
Από την άλλη, το πόσο συχνά ξυπνάνε τη νύχτα τα μωρά φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τις οικογενειακές ρουτίνες και το περιβάλλον του σπιτιού, υποστηρίζουν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλας.
Το κλάμα είναι στο DNA μας
Η μελέτη παρακολούθησε 998 δίδυμα μωρά σε ηλικία 2 και 5 μηνών. Συγκρίνοντας μονοζυγωτικά (ταυτόσημα) με διζυγωτικά (όχι ταυτόσημα) δίδυμα, οι ερευνητές κατάφεραν να διαχωρίσουν την επίδραση των γονιδίων από αυτή του περιβάλλοντος. Τα ευρήματα ήταν εντυπωσιακά: οι γενετικοί παράγοντες εξηγούν το 29% έως 70% των διαφορών στον χρόνο που κλαίνε τα μωρά, ενώ για την ικανότητα ηρεμίας στα 5 μήνα, το ποσοστό φτάνει το 67%.
Για τους εξαντλημένους γονείς που έχουν δοκιμάσει κάθε τεχνική ύπνου και παρηγοριάς χωρίς αποτέλεσμα, αυτή η ανακάλυψη προσφέρει ανακούφιση αλλά και προοπτική: κάποια μωρά απλώς γεννιούνται με διαφορετικό ταμπεραμέντο.
Της νύχτας τα καμώματα… είναι περιβαλλοντική υπόθεση
Η μελέτη εξέτασε επίσης τη συμπεριφορά που απασχολεί περισσότερο τους νέους γονείς: το πόσο συχνά ξυπνούν τα μωρά τη νύχτα, πόσο γρήγορα ηρεμούν και πόσο διαρκεί το κλάμα τους σε διαφορετικές ώρες της ημέρας.
Ενώ το κλάμα και η ηρεμία φαίνεται να καθορίζονται κυρίως από γονίδια, το νυχτερινό ξύπνημα σχετίζεται έντονα με το περιβάλλον. Δίδυμα που ζουν στο ίδιο σπίτι ξυπνούσαν με παρόμοιο τρόπο, ανεξαρτήτως αν ήταν ταυτόσημα ή όχι. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει πως παράγοντες όπως οι ρουτίνες ύπνου, το στρες στο σπίτι ή ακόμη και ο θόρυβος παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Μεγαλώνοντας, οι γενετικοί παράγοντες εξηγούσαν το 44% έως 46% της διάρκειας του κλάματος, κυρίως τις βραδινές ώρες. Μέχρι τον 5ο μήνα, αυτό το ποσοστό είχε αυξηθεί στο 64% έως 70%, καθώς το νευρικό σύστημα των μωρών ωριμάζει και αρχίζουν να εμφανίζουν πιο ξεκάθαρα τα έμφυτα χαρακτηριστικά τους.
Ομοίως, η ικανότητα ηρεμίας φάνηκε να έχει ισχυρή γενετική βάση. Κάποια μωρά, απλώς, γεννιούνται με καλύτερες δεξιότητες αυτορρύθμισης.
Τελικά γιατί κλαίνε τα μωρά;
Αν και τα γονίδια παίζουν μεγάλο ρόλο, το περιβάλλον παραμένει εξίσου σημαντικό, ειδικά στην αρχή. Οι κοινές περιβαλλοντικές επιρροές εξηγούσαν το 61% έως 90% των διαφορών στο νυχτερινό ξύπνημα. Κι αυτές οι επιρροές έμεναν σταθερές στον χρόνο: τα ίδια στοιχεία που επηρέαζαν τον ύπνο στους 2 μήνες, συνέχιζαν να τον επηρεάζουν και στους 5.
Τα ευρήματα αυτά αλλάζουν τον τρόπο που γιατροί και ειδικοί μπορούν να προσεγγίσουν τα προβλήματα ύπνου και κλάματος στα βρέφη. Δεν σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους για καθημερινές ρουτίνες ή τεχνικές ηρεμίας. Αλλά ίσως να σημαίνει πως δεν πρέπει να κατηγορούν τον εαυτ’ο τους όταν αυτές οι τεχνικές δεν λειτουργούν άμεσα.
Καθώς το βρεφικό νευρικό σύστημα αναπτύσσεται ραγδαία στους πρώτους μήνες, η επιρροή των γονιδίων γίνεται πιο έντονη. Μην ξεχνάς: Το μωρό σου δεν κλαίει επειδή εσύ κάνεις κάτι λάθος. Είναι μοναδικό, όπως και τα γονίδιά του.