Του Θέμη Μπάκα
Ας μιλήσουμε επιτέλους με καθαρά λόγια. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι, απλώς, ένα ακόμη επεισόδιο σε ένα παλιό έργο. Είναι η κραυγαλέα απόδειξη ότι το πελατειακό κράτος, όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει, αλλά συνεχίζει να κυριαρχεί με
νέα πρόσωπα και τις ίδιες παλιές μεθόδους, ακόμη και το 2025.
Μετά από τρία μνημόνια, μετά από θυσίες στις οποίες κλήθηκε να ανταποκριθεί η κοινωνική πλειοψηφία με την υπόσχεση ότι «αυτή τη φορά» θα σωθεί η χώρα, η εικόνα που διαμορφώνεται είναι αποκαρδιωτική. Οι τράπεζες διασώθηκαν, οι μέτοχοί τους ενισχύθηκαν, τα μεγάλα συμφέροντα ενδυναμώθηκαν, αλλά την ίδια στιγμή ο πολίτης βλέπει τη δημόσια διοίκηση να λειτουργεί ακόμη σαν λάφυρο εξουσίας.
Το μονοπώλιο ζει και βασιλεύει. Η ακρίβεια θερίζει, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο ή διαφάνεια στην αγορά. Η ελπίδα έχει εξανεμιστεί. Ο πολίτης έχει πάψει να περιμένει αλλαγή. Στρέφει την πλάτη του στην κάλπη, στην πολιτική, στην ίδια την ιδέα της συλλογικής διεκδίκησης.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι, απλώς, μια ακόμη υπόθεση κακοδιαχείρισης. Είναι ο καθρέφτης ενός κράτους που παραμένει εγκλωβισμένο σε σχέσεις εξάρτησης, ρουσφετιού και ατιμωρησίας. Και κάθε φορά που ένα τέτοιο σκάνδαλο
ξεσπά, δεν αποδομείται μόνο η εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση: τραυματίζεται βαθύτερα η πίστη των πολιτών ότι μπορεί να υπάρξει ένα κράτος που υπηρετεί τον πολίτη, και όχι τους κομματικούς του μηχανισμούς.
Και ας πάμε τώρα στα τρέχοντα γεγονότα. Η δικογραφία των 3.000 και πλέον σελίδων που διαβιβάστηκε στη Βουλή περιλαμβάνει διαλόγους που εμπλέκουν υπουργούς, βουλευτές, στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ, κομματικά στελέχη, κομματάρχες
και τους «αντ’ αυτού».
Επίσης, σύμφωνα με την ίδια δικογραφία, τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών για το αδίκημα της απιστίας και της συνέργειας σε απιστία για ποσό άνω των 120.000 ευρώ ζητά η ευρωπαία εισαγγελέας για τους Μάκη Βορίδη και Λευτέρη
Αυγενάκη.
«Προέκυψαν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τους πρώην υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη για τα αδικήματα της συνέργειας σε απιστία σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οποία προκλήθηκε ζημιά άνω των 120.000 ευρώ και της ηθικής αυτουργίας σε απιστία σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα οποία προκλήθηκε ζημιά άνω των 120.000 ευρώ, τα οποία υποβάλλονται χωρίς οποιαδήποτε αξιολόγηση προκειμένου να διαβιβαστούν στη Βουλή πριν από τη λήξη της τρέχουσας δεύτερης κοινοβουλευτικής συνόδου», σημειώνεται χαρακτηριστικά στο διαβιβαστικό της ευρωπαίας εισαγγελέως.
Κλονίζεται το αφήγημα του «επιτελικού κράτους»
Το 2019, η κυβέρνηση προχώρησε με θέρμη στην ψήφιση του νόμου για το «επιτελικό κράτος». Το αφήγημα ήταν σαφές: καλύτερος συντονισμός, διαφάνεια, αξιολόγηση, αποδοτικότητα. Ένα κράτος με πυρήνα το κέντρο λήψης αποφάσεων, που γνωρίζει, ελέγχει και κατευθύνει. Ένα μοντέλο διακυβέρνησης που υποσχόταν να αντικαταστήσει την ασυνέπεια με οργάνωση, να ενισχύσει την υπευθυνότητα και
να καθιερώσει διαφανείς και καθαρές γραμμές στη λειτουργία του κράτους.
Πέντε χρόνια μετά, το αφήγημα αυτό κλονίζεται. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο της διεθνούς ειδησεογραφίας, όχι για επιτεύγματα ή θεσμική πρόοδο, αλλά για σκάνδαλα που εκθέτουν τη χώρα και υπονομεύουν τη δημοκρατική της υπόσταση. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ έρχεται να προστεθεί σε αυτό το δυσφημιστικό παλίμψηστο. Εκατομμύρια ευρώ, που προορίζονταν για την ενίσχυση των αγροτών και τη στήριξη της πρωτογενούς παραγωγής, καταλήγουν σε «ημέτερους».
Σε μια εποχή που οι αγρότες παλεύουν να επιβιώσουν ανάμεσα σε αυξημένο κόστος παραγωγής, τις αβέβαιες τιμές και τα καρτέλ, η εικόνα ενός μηχανισμού που μετατρέπει την κρατική ενίσχυση σε πελατειακό λάφυρο, δεν είναι, απλώς, προσβλητική. Είναι βαθιά απειλητική για την κοινωνική συνοχή και την ίδια τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Και εδώ έρχεται το κρίσιμο ερώτημα: τελικά ποιος έχει την ευθύνη; Δεν μιλάμε μόνο για διαχειριστική ανεπάρκεια. Μιλάμε για έναν μηχανισμό που – σύμφωνα με το ίδιο του το θεσμικό πλαίσιο- συγκεντρώνει την πληροφόρηση και τη λήψη αποφάσεων στο ανώτατο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας. Κάθε κρίκος της κρατικής αλυσίδας ελέγχεται από το κέντρο. Τίποτα δεν «τυχαίνει», τίποτα δεν «ξεφεύγει».
Άρα, είναι εύλογο το ερώτημα: αν το κέντρο δεν γνωρίζει, τότε ποιος γνωρίζει; Και αν όντως δεν γνωρίζει, τότε ποια ακριβώς είναι η ουσία του «επιτελικού κράτους» που θεμελιώθηκε με τόσο θεσμικό ζήλο;
Δεν μπορεί η κορυφή της διοικητικής πυραμίδας να είναι ταυτόχρονα και το κέντρο ελέγχου όταν όλα πάνε καλά και το κέντρο απραξίας όταν ξεσπούν σκάνδαλα. Το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», στην πράξη, φανέρωσε μια άλλη του όψη: ένα κλειστό σύστημα εξουσίας, που συγκεντρώνει δύναμη, αλλά όχι ευθύνη. Που δίνει εντολές, αλλά δεν απολογείται. Που παρακολουθεί, αλλά δεν βλέπει.
Η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να απαιτεί από τον πολίτη εμπιστοσύνη, όταν η ίδια δεν του δείχνει ειλικρίνεια και διαφάνεια. Και σίγουρα δεν μπορεί να συνεχίσει να
μιλά για «μεταρρύθμιση του κράτους» όσο αποτυγχάνει στο βασικότερο: να γνωρίζει και να λογοδοτεί για ό,τι γίνεται εντός του.
Γιατί το κράτος δεν είναι ούτε αφηρημένο ούτε ουδέτερο. Είναι άνθρωποι. Και πίσω από κάθε σκάνδαλο, υπάρχουν εκείνοι που το επέτρεψαν, εκείνοι που το συγκάλυψαν, κι εκείνοι που οφείλουν να αναλάβουν την ευθύνη.
Η διαφθορά και η σήψη κυριαρχούν
Οι πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης είναι προφανείς, ενώ το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά άλλα (υποκλοπές, προσπάθεια συγκάλυψης στην τραγωδία των Τεμπών), που καταδεικνύουν ότι επί των ημερών της η διαφθορά και η σήψη κυριαρχούν, ζουν και βασιλεύουν, και την κοινωνία κυριεύουν.
Στο πλαίσιο αυτό, οι παραιτήσεις απλός των κυβερνητικών στελεχών δεν μπορούν να λειτουργήσουν σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, στην οποία ως δια μαγείας θα τελειώσουν όλα.
Όποια κι αν είναι η τελική έκβαση της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ, το πλήγμα στην αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος είναι υπαρκτό και βαθύ. Δεν πρόκειται
απλώς για ένα ακόμα επεισόδιο κακοδιοίκησης· είναι ένα γεγονός που ενισχύει τη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς και εντείνει το αίσθημα ότι η διαφάνεια παραμένει ζητούμενο.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποστρέψουμε το βλέμμα. Αντιθέτως, είναι μια ευκαιρία να σταθούμε με υπευθυνότητα ο ένας δίπλα στον άλλον. Να διεκδικήσουμε ένα κράτος που λειτουργεί με κανόνες, με λογοδοσία, με σεβασμό
στον πολίτη. Όχι ως αριθμοί σε στατιστικές, αλλά ως άνθρωποι με αξιοπρέπεια, ανάγκες και προοπτική.
Ζούμε σε αυτόν τον τόπο, μεγαλώνουμε τα παιδιά μας εδώ, επενδύουμε τις προσδοκίες μας σ’ ένα μέλλον που να αξίζει. Δεν ζητάμε το ανέφικτο, ζητάμε τα θεμελιώδη: ασφάλεια, δικαιοσύνη, ίσες ευκαιρίες, θεσμούς που να υπηρετούν και
όχι να εξυπηρετούν.
Το δικαίωμα στην ελπίδα και στην αξιοπρέπεια δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ο ελάχιστος κοινός τόπος κάθε ώριμης και δημοκρατικής κοινωνίας. Και κατακτιέται με συνέπεια, με ήθος, με συμμετοχή. Με την καθημερινή επιλογή να μην
αποδεχόμαστε την παραίτηση ως λύση.
Όταν μένουμε σιωπηλοί απέναντι στην αδικία, διαμορφώνουμε άθελά μας μια κανονικότητα που δεν μας χωρά. Αντιθέτως, όταν εκφραζόμαστε με νηφαλιότητα, όταν επιμένουμε να συμμετέχουμε, να αξιολογούμε και να απαιτούμε, δημιουργούμε τον χώρο μέσα στον οποίο μπορεί να ανθίσει η εμπιστοσύνη και να αποκατασταθεί το αυτονόητο: η λειτουργία ενός κράτους που ανταποκρίνεται στο ρόλο του.
ΣΣ: Ο Θέμης Μπάκας είναι πολιτευτής Αχαΐας