του Παντελή Καψή, δημοσιογράφου
Η κρίση όπως είναι γνωστό έφερε τερατογενέσεις
Η κυβέρνηση Τσίπρα Καμμένου ήταν μια τέτοια. Ένας ακροδεξιός μαζί με έναν κομμουνιστή σχηματίζουν κυβέρνηση με πρόσχημα την κατάργηση των μνημονίων. Στο δρόμο, όταν διαλύθηκαν οι αυταπάτες, έπεσαν οι μάσκες: έγινε μια βολική συμφωνία από κοινού νομής της εξουσίας πέρα από ενοχλητικές ιδεολογικές προκαταλήψεις. Είναι γλυκιά η εξουσία.
Μια δεύτερη τέτοια τερατογένεση παρακολουθούμε σήμερα να βρίσκεται στα σπάργανα με αφορμή το κοινό κατηγορητήριο το οποίο στηρίζουν 4 κόμματα, δύο Ακροδεξιά και δύο υποτίθεται αριστερά. Στο στόχαστρο τους, πέραν πολλών άλλων, ο πρωθυπουργός τον οποίο κατηγορούν για εσχάτη προδοσία. Για το περιεχόμενο του δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά. Αρκεί να διαβάσει το νόμο για το αδίκημα της προδοσίας και θα βγάλει τα συμπεράσματα του. Νομικές γνώσεις δεν χρειάζονται.
Το ίδιο ισχύει και για τις συνέπειες που θα έχει: απολύτως καμία. Με μια έννοια μάλιστα βολεύει την κυβέρνηση, της δίνει έναν εύκολο στόχο και ταυτόχρονα αποδεικνύει τους ιδιοτελείς σκοπούς που υπηρετεί αυτή η υποτιθέμενη προσπάθεια δικαστικής κάθαρσης. Γιατί όμως τότε την κατέθεσαν;
Η απάντηση είναι απλή. Τα κοινά στοιχεία που τους ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από όσα τους χωρίζουν. Το να αναζητά κανείς ιδεολογική συνέπεια δεν έχει νόημα. Είναι σαν να ψάχνει καρδούλες στα γραπτά του Μαρξ ή τις επιστολές του Ιησού στα Ευαγγέλια των Αποστόλων. Απεναντίας και τα 4 κόμματα μοιράζονται μια κοινή υπαρξιακή συνθήκη. Το θυμό για το «σύστημα» και το μίσος για όσους θεωρούν ότι το υπηρετούν. Για να συνεχίσουν να υπάρχουν πρέπει να υποδαυλίζουν συνεχώς αυτόν τον θυμό και τι καλύτερη ευκαιρία από το να μπορούν να μιλούν για εσχάτη προσδοκία.
Θα συνεχιστεί αυτή η συνεργασία; Υπάρχουν περιθώρια και για άλλες κοινές πρωτοβουλίες στο μέλλον; Η απάντηση είναι αρνητική για πολλούς λόγους αλλά και για έναν βασικό: και στις 4 περιπτώσεις μιλάμε για καθαρά προσωποπαγή κόμματα. Οι αρχηγοί τους δεν πρόκειται ποτέ να μοιραστούν την περιουσία τους.
Δεν είναι αυτό ωστόσο το μείζον. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς και από ποιους θα εκφραστεί αυτό το 60+% το οποίο δεν θέλει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ιδίως μάλιστα το μέρος αυτού του ποσοστού το οποίο τροφοδοτεί τα κόμματα του μίσους. Κόμματα που συνηθίζαμε να αποκαλούμε του περιθωρίου και τον τελευταίο καιρό διεκδικούν πολιτικό ρόλο.
Ως τις εκλογές του 23 υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι η μάχη θα δινόταν κυρίως ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τον Σύριζα και ότι ένα από τα δύο αυτά κόμματα θα αποτελούσε, μόνο του ή σε συνεργασία, την εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση. Σήμερα γίνεται όλο και πιο σαφές ότι υπάρχει μια παράλληλη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις που επιθυμούν να συνεχίσει η χώρα σε μια συντεταγμένη πορεία μέσα στην Ευρώπη και σε δυνάμεις που πρώτη τους προτεραιότητα είναι να κάνουν φασαρία, να τα κάνουν όλα μπάχαλο. Πού θα οδηγήσει η στάση τους και με ποιο κόστος ούτε ξέρουν ούτε τους ενδιαφέρει. Αρκεί να αυξήσουν την επιρροή τους.
Σε αυτό το κοινό απευθύνονται τα 4 κόμματα και πρωτοβουλίες όπως η υπερψήφιση κοινού κατηγορητηρίου, του δίνουν μορφή και υπόσταση. Βοηθούν να συνεχίσει να υπάρχει μακριά από τα θεσμικά κόμματα. Παραμένει διαιρεμένο βέβαια και (ακόμα) χωρίς ενιαία πολιτική έκφραση. Βρίσκεται όμως εκεί, αρνείται να «ενσωματωθεί» και περιμένει τον Έλληνα Τραμπ να το εκφράσει. Τα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά τα ξέρουμε. Ρωσόφιλος, αντιευρωπαίος, αντισιωνιστής, εναντίον των ελίτ, στις οποίες όμως ο ίδιος μπορεί να ανήκει, λαϊκιστής και, στα λόγια, πολύ πολύ θυμωμένος. Αυτά θα πείτε τα έχουμε ήδη. Σωστό, θα χρειαστεί και ένα κάποιο χάρισμα όχι μόνο επικοινωνιακό. Οι καρδούλες και οι επιστολές δεν φτάνουν.
Κλείσιμο
Ο κ. Τσίπρας, στην πρόσφατη παρέμβαση του μίλησε για την «βαλκανοποίηση» της πολιτικής ζωής η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να κυριαρχεί. Έτσι είναι. Μέχρι να μπορέσει ωστόσο η θεσμική αντιπολίτευση να βρει τα πατήματά της, αυτή η βαλκανοποίηση μας σώζει.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ