του Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη-συγγραφέα
Τα παιδιά στον πόλεμο γίνονται άθελά τους μάρτυρες και θύματα, χαμένα ανάμεσα σε εκρήξεις, φόβο και ξεριζωμό. Η αθωότητα διαρρηγνύεται από έναν κόσμο που δεν προλαβαίνει να τα προστατέψει.
Η «Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» της Κάουθερ Μπεν Χάνια (“Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του”, “Τέσσερις Κόρες”) είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν παρακολουθεί ο θεατής, αλλά τον παρακολουθεί το φιλμ. Τον σημαδεύουν, τον στριμώχνουν στον τοίχο και απαιτούν να σταθεί μάρτυρας χωρίς να μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα. Η Μπεν Χάνια, με τη γνωστή της ικανότητα να κινείται στα σύνορα ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, αφηγείται την πραγματική ιστορία της 6χρονης Χιντ Ρατζάμπ, η οποία εγκλωβίστηκε μέσα σε ένα αυτοκίνητο στη Γάζα, περικυκλωμένη από άρματα και στρατιώτες, και για ώρες ζητούσε βοήθεια από τους διασώστες της Ερυθράς Ημισελήνου. Η ταινία δεν προσπαθεί να «αναπαραστήσει» την τραγωδία, τη μεταφέρει μέσα από τον ίδιο τον ήχο της, την πραγματική ηχογράφηση της κλήσης που κατέγραψε την τελευταία, παρατεταμένη νύχτα της Χιντ.
Το αυτοκίνητο όπου βρίσκεται η οικογένεια της Χιντ δέχεται Ισραηλινά πυρά στην κόλαση της Γάζας. Οι συγγενείς της σκοτώνονται ή τραυματίζονται βαριά. Το παιδί μένει ζωντανό, κουλουριασμένο κάτω από τα καθίσματα και τα κορμιά των συγγενών της. Στο κέντρο επιχειρήσεων της Ερυθράς Ημισελήνου, οι εθελοντές προσπαθούν να κρατήσουν τη μικρή στη γραμμή. Δεν μπορούν να τη δουν, μόνο να την ακούσουν. Αυτή η αδυναμία αυτή η αγωνία του να θέλει κάποιος να βοηθήσει να σώσει και να μην μπορεί, είναι ο σκληρός πυρήνας της ταινίας.
Η Μπεν Χάνια χτίζει την αφήγηση σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε έναν κλειστό χώρο, το τηλεφωνικό κέντρο. Οι ηθοποιοί δεν «παίζουν» τους διασώστες, ξαναζούν την εμπειρία τους, ακούγοντας την ολοκληρωμένη ηχογράφηση. Αυτό το άκουσμα, αυτό το ακατέργαστο υλικό, γίνεται η ραχοκοκαλιά της ταινίας. Η κάμερα τους παρατηρεί σε κοντινά, βλέπει τα μάτια να θολώνουν, τον ιδρώτα, το τέντωμα του σώματος όταν η φωνή της Χιντ ραγίζει στον φόβο. Δεν υπάρχουν σκηνοθετικές εξάρσεις, δεν υπάρχουν εφέ, μόνο ο ήχος, η φωνή, ο σπαραγμός ενός παιδιού που ζητά να ζήσει, και οι φωνές ενηλίκων που προσπαθούν να απαντήσουν με ανθρωπιά σε έναν κόσμο που την έχει εγκαταλείψει. Η Μπεν Χανία συμπυκνώνει τον κινηματογραφικό χρόνο πάνω στα περίπου 75 λεπτά της πραγματικής ηχογράφησης, που ακούγεται ολόκληρη μέσα στην ταινία, θολώνοντας έτσι τα σύνορα ανάμεσα στη δραματοποίηση, την αναπαράσταση και το ντοκιμαντέρ.
Η ταινία λειτουργεί σαν τελετουργία μνήμης. Ο κινηματογραφικός χρόνος συμπυκνώνεται γύρω από τον χρόνο της πραγματικής κλήσης, μια επιλογή που δεν επιδιώκει δραματουργική οικονομία, αλλά ηθική ακρίβεια. Η σκηνοθέτρια αρνείται να «στολίσει» το γεγονός. Δεν χρειαζόταν. Η πραγματικότητα στη Γάζα είναι ήδη αβάσταχτη. Με κάθε λεπτό της ηχογράφησης, η απόσταση ανάμεσα στον θεατή και το παιδί μικραίνει. Οι ανάσες της Χιντ, οι ψίθυροι, οι κραυγές, η καρδιά που χτυπά γρήγορα σαν μικρό πουλί παγιδευμένο, γίνονται μια διαρκής υπενθύμιση ότι η ζωή δεν είναι αριθμός, είναι φωνή.
Καθώς κυλά ο χρόνος, οι διασώστες προσπαθούν να κινητοποιήσουν ένα ασθενοφόρο. Συγκρούονται με γραφειοκρατικές άδειες, με στρατιωτικά πρωτόκολλα, με την απειλή του πυρός. Όταν, τελικά, το ασθενοφόρο ξεκινά, δεν φτάνει ποτέ, δέχεται κι αυτό πυρά. Η ταινία δεν χρειάζεται να δείξει το αποτέλεσμα. Το γνωρίζουμε. Το νιώθουμε. Η Μπεν Χάνια αφήνει τη σιωπή να κάνει τον τελευταίο μονόλογο.
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο κύριο διαγωνιστικό τμήμα του 82ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας στις 3 Σεπτεμβρίου 2025, όπου κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και άλλα έξι παράλληλα βραβεία. Προβλήθηκε στο 73ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν , κερδίζοντας το βραβείο κοινού και είναι η επίσημη υποψηφιότητα της Τυνησίας στα προσεχή Όσκαρ. Οι Μπραντ Πιτ , Χοακίν Φίνιξ , Ρούνι Μάρα , Αλφόνσο Κουαρόν , Τζόναθαν Γκλέιζερ , Ντέντε Γκάρντνερ και Τζέρεμι Κλάινερ ανέλαβαν καθήκοντα εκτελεστικών παραγωγών.
Η «Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» μετατρέπει έναν ηχητικό ντοκουμέντο σε κινηματογραφική κραυγή, μια υπενθύμιση πως το σινεμά, όταν είναι αληθινό, μπορεί να μη δώσει λύσεις αλλά να απαιτήσει ευθύνη. Στο σκοτάδι, ακούει ακόμη το παιδί και καταλαβαίνει πως αυτή η φωνή δεν πρέπει να χαθεί ποτέ, γιατί η φρίκη του πολέμου και το παιδί συνθέτουν την πιο σκοτεινή αντίθεση, η αθωότητα τσακίζεται πάνω στα ερείπια, η φωνή μικραίνει μέσα στον θόρυβο των όπλων κι όμως ζητά ακόμη να υπάρξει, γιατί μαζί της θα χαθεί και κάθε ίχνος ανθρωπιάς.
