Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε για πρώτη φορά τη χρήση του daratumumab σε ασθενείς με υψηλού κινδύνου ασυμπτωματικό (smouldering) πολλαπλούν μυέλωμα, προσφέροντας μια νέα θεραπευτική επιλογή σε μια φάση της νόσου όπου μέχρι σήμερα η καθιερωμένη πρακτική ήταν η απλή παρακολούθηση.
Πρόκειται για μια έγκριση-ορόσημο, καθώς δίνει τη δυνατότητα πρώιμης παρέμβασης σε ασθενείς με ασυμπτωματική νόσο που όμως κινδυνεύουν να εξελιχθεί σύντομα σε ενεργό πολλαπλούν μυέλωμα, πριν εμφανιστούν βλάβες στα όργανα.
Η απόφαση βασίστηκε στα αποτελέσματα της τυχαιοποιημένης κλινικής μελέτης φάσης 3 AQUILA. Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε προσφάτως στο διεθνούς κύρους περιοδικό New England Journal of Medicine και πρώτος συγγραφέας είναι ο Καθηγητής και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής, ΓΝ Αλεξάνδρα, Μελέτιος Α. Δημόπουλος από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Η μελέτη συνέκρινε την υποδόρια χορήγηση daratumumab ως μονοθεραπεία με την ενεργό παρακολούθηση σε ασθενείς με ασυμπτωματικό μυέλωμα υψηλού κινδύνου και απέδειξε ότι η θεραπεία μειώνει κατά 51% τον κίνδυνο εξέλιξης σε συμπτωματική νόσο ή θάνατο. Πέντε χρόνια μετά την έναρξη της μελέτης, το 63,1% των ασθενών που έλαβαν daratumumab παρέμεναν χωρίς εξέλιξη, έναντι 40,8% στην ομάδα παρακολούθησης.
Σε ασθενείς με πολύ υψηλό κίνδυνο, σύμφωνα με τα κριτήρια Mayo 2018 (20/2/20), η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη δεν είχε επιτευχθεί στην ομάδα θεραπείας, ενώ στην ομάδα ελέγχου ήταν 22,1 μήνες. Η συνολική επιβίωση παρουσίασε επίσης όφελος με το daratumumab, με την πενταετή επιβίωση να ανέρχεται σε 93% έναντι 86,9%, αντίστοιχα.
Το προφίλ ασφάλειας της θεραπείας ήταν σύμφωνο με προηγούμενες ενδείξεις του φαρμάκου, χωρίς νέα ανησυχητικά ευρήματα. Οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες (βαθμού 3 ή 4) εμφανίστηκαν στο 40,4% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία έναντι 30,1% στην ομάδα παρακολούθησης, ενώ το ποσοστό διακοπής λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών παρέμεινε χαμηλό (5.7%).
Συμπερασματικά, η έγκριση αυτή σηματοδοτεί μια νέα εποχή στη διαχείριση των ασθενών με ασυμπτωματικό πολλαπλούν μυέλωμα υψηλού κινδύνου για εξέλιξη σε συμπτωματική νόσο, καθώς για πρώτη φορά οι κλινικοί γιατροί και οι ασθενείς έχουν στη διάθεσή τους μια θεραπευτική στρατηγική που μπορεί να καθυστερήσει ή/και να αποτρέψει την εξέλιξη σε ενεργό νόσο, διατηρώντας τη λειτουργικότητα των οργάνων και την ποιότητα ζωής των ασθενών μακροχρόνια.