*Του Θεόδωρου Ξούλου, Οικονομολόγου – Συμβούλου Ασφαλιστικών, Εργατικών & Συνταξιοδοτικών θεμάτων
Η αγορά εργασίας στην Ευρωζώνη δείχνει, στην επιφάνεια, να έχει επιστρέψει σε μια κατάσταση «κανονικότητας». Η ανεργία κινείται σε χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 6,4% (Οκτώβριος 2025), ενώ η απασχόληση παραμένει ανθεκτική. Στην Ελλάδα, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 8,2% τον Οκτώβριο 2025, στο χαμηλότερο σημείο από το 2009. Οι τίτλοι μιλούν για εξομάλυνση, για «θεραπεία» των πληγών της προηγούμενης δεκαετίας, για επιστροφή στην ανάπτυξη.
Κι όμως, κάτω από αυτή τη θετική στατιστική αφήγηση, σχηματίζεται μια νέα συνθήκη που δεν αποτυπώνεται εύκολα σε πρωτοσέλιδα: η δεύτερη (ή και τρίτη) δουλειά επιστρέφει ως εργασιακή κανονικότητα. Όχι ως επιλογή ευελιξίας, αναζήτησης εμπειρίας ή επαγγελματικής ανέλιξης, αλλά ως μηχανισμός κάλυψης βασικών αναγκών σε ένα περιβάλλον όπου το διαθέσιμο εισόδημα πιέζεται από την ακρίβεια και το κόστος στέγασης, μετακίνησης και υπηρεσιών. Η «μείωση της ανεργίας» δεν σημαίνει, αναγκαστικά, ότι η εργασία έγινε επαρκής. Σε ένα αυξανόμενο τμήμα των εργαζομένων, σημαίνει ότι η εργασία έγινε περισσότερη.
Η ακρίβεια μεταφέρεται στον χρόνο εργασίας
Η Ευρωζώνη πλησιάζει τον στόχο σταθερότητας τιμών: ο ετήσιος πληθωρισμός βρέθηκε στο 2,1% τον Νοέμβριο 2025. Όμως η σύνθεση του δείκτη είναι αυτή που αποκαλύπτει την πραγματική πίεση των νοικοκυριών. Οι υπηρεσίες –δηλαδή οι δαπάνες που δύσκολα «κόβονται» ή αναβάλλονται, όπως ενοίκιο, μεταφορές, βασικές υπηρεσίες και καθημερινές ανάγκες– αυξάνονταν με ρυθμό 3,5% τον ίδιο μήνα. Το μήνυμα είναι σαφές: ακόμη και όταν ο γενικός πληθωρισμός υποχωρεί, τα «ανελαστικά» έξοδα συνεχίζουν να τρέχουν ταχύτερα. Και όταν οι μισθοί δεν ακολουθούν αντίστοιχα, η προσαρμογή δεν γίνεται μέσα από την κατανάλωση, αλλά μέσα από τον χρόνο: περισσότερες ώρες, περισσότερες βάρδιες, περισσότερα μεροκάματα.
Η πολλαπλή απασχόληση ως δείκτης εισοδηματικού κενού
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πολλαπλή απασχόληση βρίσκεται γύρω στο 4% (περίπου 3,9% την περίοδο 2020–2023). Το ποσοστό μπορεί να μοιάζει μικρό, όμως έχει ιδιαίτερη σημασία όταν αυξάνεται σε περιόδους επίμονης ακρίβειας και όταν συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες και κλάδους. Η Eurofound έχει επισημάνει ότι, παρότι για ένα τμήμα εργαζομένων η δεύτερη δουλειά μπορεί να λειτουργεί ως «σκαλοπάτι» εξέλιξης, για πολλούς συνδέεται με την ανάγκη συμπλήρωσης εισοδήματος και με επιβάρυνση της ισορροπίας εργασίας–ζωής, ειδικά όταν οδηγεί σε μεγάλα εβδομαδιαία ωράρια.
Ενδεικτικά, η Eurostat καταγράφει ότι στην ΕΕ το 10,8% των εργαζομένων 20–64 ετών εργάστηκε πάνω από 45 ώρες την εβδομάδα (κύρια και δεύτερη απασχόληση μαζί) το β’ τρίμηνο 2025. Πρόκειται για μια «σιωπηλή» αύξηση: δεν φαίνεται στους δείκτες ανεργίας, αλλά αποτυπώνεται στην κόπωση, στη συρρίκνωση του προσωπικού χρόνου και, τελικά, στην ποιότητα ζωής.
Το ελληνικό αποτύπωμα: εποχικότητα, «σπαστά» και επισφάλεια
Στην Ελλάδα, το φαινόμενο αποκτά ιδιαίτερη ένταση λόγω της δομής της απασχόλησης: εποχικότητα, υπηρεσίες αιχμής, μερική απασχόληση και μεταβλητά ωράρια σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανεμπόριο. Εκεί, η δεύτερη δουλειά λειτουργεί συχνά ως «μαξιλάρι» σε διαλείποντα ή ανεπαρκή εισοδήματα, ιδίως για νεότερους εργαζομένους, για όσους έχουν συμβάσεις μερικής απασχόλησης και για όσους κινούνται σε βραδινά ή Σαββατοκύριακα.
Το πραγματικό διακύβευμα
Η οικονομία μπορεί να εμφανίζεται ανθεκτική, αλλά όταν η προσαρμογή γίνεται εις βάρος του προσωπικού χρόνου, το σήμα είναι καθαρό: η δεύτερη δουλειά μετατρέπεται σε δείκτη ανεπάρκειας του «βασικού» εισοδήματος. Είναι ένας δείκτης που δεν καταγράφεται στην ανεργία, ούτε στους μέσους μισθούς. Καταγράφεται στις ώρες, στη φθορά και στη μετατόπιση της ανάπτυξης από την ευημερία στον χρόνο εργασίας. Και αυτό ακριβώς είναι το κρίσιμο ερώτημα της νέας περιόδου: πόση «ομαλοποίηση» αντέχει μια κοινωνία, όταν για να σταθεί όρθια χρειάζεται όλο και περισσότερη δουλειά.
