του Διονύση Γ. Γράψα*
Η εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου 1936 αποτέλεσε σημείο καμπής για τη νεότερη ελληνική ιστορία. Υπό την πρωθυπουργία του Ιωάννη Μεταξά και με τη συναίνεση του βασιλιά Γεωργίου Β΄, τέθηκε σε εφαρμογή μια μορφή κρατικού αυταρχισμού, η οποία ανέστειλε σειρά διατάξεων που κατοχύρωναν θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες. Παρά ταύτα, το καθεστώς αυτό δεν εισήλθε σε ριζική αναμόρφωση ή διάβρωση του κρατικού μηχανισμού κατά τα πρότυπα των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Γερμανίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Η ειδοποιός διαφορά ίσως εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν επρόκειτο για προϊόν λαϊκού κινήματος ή ιδεολογικής κινητοποίησης, αλλά για μια κρατική δικτατορία, εγκαθιδρυμένη με τη βασιλική προστασία και νομιμοποίηση.
Η ίδια η ονομασία του καθεστώτος —«Καθεστώς της 4ης Αυγούστου»— δεν προδίδει πολιτική ιδεολογία, ούτε ιδεολογικό πρόταγμα· αντιθέτως, φωτογραφίζει έμμεσα αλλά καθαρά τον καθοριστικό ρόλο του βασιλιά Γεωργίου Β΄. Ο βασιλιάς, μη ενδιαφερόμενος και πολύ, δεν αντιλαμβανόταν πως τραυμάτιζε σοβαρά για ακόμη μια φορά τον θρόνο. Το Παλάτι που άλλοτε είχε λάβει παραταξιακά χαρακτηριστικά, τώρα εναγκαλιζόταν μια τυραννία. Το καθεστώς βέβαια, δεν απέκτησε ποτέ τον χαρακτήρα πολιτικού κινήματος και δεν θεμελίωσε ούτε θεσμικά ούτε κοινωνικά τη βάση του. Ο Μεταξάς υπήρξε ο κεντρικός εκφραστής μιας προσωποπαγούς εξουσίας, με έντονα χαρακτηριστικά αρχηγικού κράτους και χωρίς οργανική ιδεολογική ενότητα.
Όπως και άλλα αυταρχικά καθεστώτα της εποχής, ο Μεταξάς πρόβαλε το όραμα ενός «Νέου Κράτους», το οποίο ευαγγελιζόταν την υπέρβαση των διχασμών του παρελθόντος και την επιστροφή σε μια δήθεν καθαρή, εθνική ταυτότητα. Η πολιτική της λήθης, τόσο σε επίπεδο ιστορικής μνήμης όσο και κοινωνικής σύνθεσης, αποτελούσε στρατηγική επιλογή του καθεστώτος. Η καταστολή, η λογοκρισία και η προπαγάνδα συνυπήρχαν με μια προσπάθεια καλλιέργειας ενιαίας εθνικής συνείδησης, απαλλαγμένης από τα παλαιά πολιτικά πάθη.
Ωστόσο, ο Ιωάννης Μεταξάς οφείλει να κριθεί και μέσα από το πρίσμα της διεθνούς πραγματικότητας. Η συμβολή του στην αμυντική θωράκιση της χώρας υπήρξε ουσιαστική. Η κατασκευή της οχυρωματικής «Γραμμής Μεταξά» και η στρατηγική του προσέγγιση με το Ηνωμένο Βασίλειο, παρά τον μακροχρόνιο αντιβρετανισμό του, υπήρξαν προϊόντα ορθολογικής γεωπολιτικής σκέψης. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης πολιτικής βούλησης: η παρουσία του βασιλιά Γεωργίου Β΄ στον θρόνο και η διαρκής προσκόλληση της χώρας στον βρετανικό άξονα καθιστούσαν σαφές στον Μεταξά ότι κάθε σοβαρή παρέκκλιση από τον στρατηγικό αυτόν προσανατολισμό θα σήμαινε, σχεδόν αυτόματα, την πολιτική του αποδυνάμωση ή ακόμη και την παύση του.
Στο εσωτερικό, η 4η Αυγούστου απέφερε μεταρρυθμίσεις στον αγροτικό και εργατικό τομέα. Η αγροτική μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε, δίνοντας σε χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες τη δυνατότητα να αποκτήσουν νόμιμη και λειτουργική κυριότητα. Παράλληλα, θεσπίστηκαν οι πρώτες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και η υποχρεωτική διαιτησία σε εργατικές διαφορές, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο κοινωνικής ισορροπίας μέσα σε αυταρχικό καθεστώς.
Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) υπήρξε η μοναδική σοβαρή απόπειρα του καθεστώτος να αποκτήσει ιδεολογικό έρεισμα. Ωστόσο, η ΕΟΝ δεν κατάφερε ποτέ να λειτουργήσει ως κρατική ή κομματική οργάνωση με υποχρεωτικό χαρακτήρα. Η εθελοντική της βάση και η επιφανειακή της απήχηση την κατέστησαν ένα είδος παιδομαζώματος, όπου οι μαζικές συγκεντρώσεις, η επιβεβλημένη παρουσία σε εορταστικά δρώμενα και η ασαφής επίκληση ενός «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού» υπονόμευαν κάθε ουσιαστική κινηματική δυναμική. Η προσπάθεια του Μεταξά να επανασυστήσει —με νέο περιεχόμενο— τη Μεγάλη Ιδέα, έμεινε χωρίς ιδεολογικό έδαφος.
Μέχρι την ιταλική εισβολή του Οκτωβρίου 1940, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν υπήρξε τίποτα περισσότερο από ένα αστυνομικό κράτος. Βασίστηκε στην αγριότητα έναντι των πολιτικών του αντιπάλων, με αποκορύφωμα τις διώξεις, εκτοπίσεις και εξορίες, έχοντας ως κύριο στόχο τους κομμουνιστές.. Ο αντικομμουνισμός αποτέλεσε την κυρίαρχη νομιμοποιητική βάση της δικτατορίας: μια υποτιθέμενη «κόκκινη απειλή» επιστρατεύτηκε για να δικαιολογήσει την επιβολή όσο και τη διαιώνισή της. Δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός πως η αυταρχικότητα του καθεστώτος και οι απηνείς διώξεις των αντιπάλων του, ιδιαίτερα της Αριστεράς, αποτέλεσαν ένα πολιτικό «γραμμάτιο» που έμελλε να εξοφληθεί αργότερα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Όλα αυτά τα ιδεολογικά προσχήματα κατέρρευσαν με την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιταλική κατάληψη της Αλβανίας και το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 ήταν απλώς η κατάληξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας, την οποία ο Μεταξάς είχε προβλέψει, όσο κι αν την απευχόταν. Η απάντησή του, το περίφημο «Όχι», δεν αναιρεί τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος· ωστόσο, προσέδωσε σε εκείνον προσωπικά έναν ιστορικό ρόλο που υπερέβη το πολιτικό του πλαίσιο.
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός.