Συζήτηση με τον συγγραφέα Λάμπρο Καμπερίδη και γνωριμία μὲ τὸ έργο τοῦ, μὲ ἀφορμή δύο βιβλία του, θα γίνει την Δευτέρα 24 Νοεμβρίου, στις 7 το απόγευμα, στο Πολύεδρο. Θα συζητήσουμε το τελευταίο του μυθιστόρημα “Βίοι λαθραῖοι”, και το βιβλίο-συνομιλία μὲ τὸν Λάκη Προγκίδη “Ζεῖ ὁ κυρ- Ἀλέξανδρος;”, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Εστία.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου “Ζεῖ ὁ κυρ- Ἀλέξανδρος;”, :
Ζεῖ ὁ Κὺρ Ἀλέξανδρος; Δύο φίλοι ἀσκοῦνται πάνω στὸ διφωνικὸ αὐτὸ δοκίμιο σὰν νὰ αὐτοσχεδιάζουν σὲ μιὰ σύνθεση γιὰ τέσσερα χέρια στὸ πιάνο. Ἡ σπουδή τους ἀναφέρεται στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ στὴ σχέση αὐτοῦ τοῦ ἔργου μὲ τὸν κόσμο ὅπου ζοῦμε. Οἱ συγγραφεῖς του προστρέχουν στὸ ἔργο του γιατὶ θεωροῦν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει νὰ πεῖ πράγματα σημαντικὰ καὶ καίρια γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συνομιλία τους ἑδράζεται πάνω σὲ αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν κάνουν ἔρευνα. Δὲν προτείνουν νέες ἑρμηνεῖες. Ἀπολαμβάνουν ἀπὸ κοινοῦ τὴ φρεσκάδα, τὴ ζωντάνια, καὶ προπαντὸς τὴν ἐπικαιρότητα τοῦ ἔργου τοῦ ἀγαπημένου τους συγγραφέα.
Ζεῖ ὁ Κὺρ Ἀλέξανδρος; ἀναρωτιοῦνται οἱ δύο φίλοι διασταυρώνοντας τὶς ἀναγνώσεις τους. Ἐκ πρώτης ὄψεως πολλὰ τοὺς χωρίζουν. Ἐμπειρίες ζωῆς, σπουδές, γλωσσικὸ περιβάλλον. Τοὺς ἑνώνει ὅμως τὸ κοινὸ ζητούμενο ποὺ προβάλλεται στὸ ἐρώτημα καὶ ἡ βαθιὰ καὶ πολύχρονη ἀγάπη τους γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη. Δὲν ἀναρωτήθηκαν ἂν δύο τόσο ἀνόμοιοι μεταξύ τους συγγραφεῖς θὰ κατάφερναν νὰ κάνουν ἕναν εἰλικρινὴ καὶ οὐσιαστικὸ διάλογο, γιατὶ δὲν ἀμφέβαλαν ποτὲ γιὰ τὴν ἔκβασή του. Γιατὶ δὲν ἔπαψαν νὰ νιώθουν μέσα τους ὅτι αὐτὸ τὸν διάλογο τὸν κατεύθυνε ἡ κοινή τους πεποίθηση γιὰ τὴν παγκόσμια ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ὅσο γιὰ τὸν πυρήνα τοῦ ἐρωτήματος, ἂν τὸ ἔργο του ζεῖ πραγματικὰ ἢ ὄχι, ἡ ἀπάντηση ἐμπεριέχεται στὸ ἐγχείρημα: ζεῖ, ὅσο μᾶς βοηθάει νὰ διαλογιζόμαστε μὲ τὸν κόσμο μας καὶ νὰ ὑπερβαίνουμε τὶς διαφορές μας σὰν ἄνθρωποι.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου “Βίοι λαθραῖοι”:Το σκοτάδι φωτιζόταν μέσα στη νύχτα, βαμμένο με κίτρινες και κόκκινες φλόγες, πύρινες γλώσσες τσακισμένες σε πυρρίχιους χορούς, που αναδύονταν από την άβυσσο του τρόμου και σκορπίζονταν σε μαύρους καπνούς. Τι να κρατήσει η μνήμη ενός σχεδόν τετράχρονου παιδιού από την αγριάδα των κραυγών, τον κρότο σπασμένων γυαλιών, τον ήχο βιαστικών βημάτων, τις αλαφιασμένες φωνές στον δρόμο, το σκοτεινό σπίτι με σβησμένα τα φώτα, τη φορτισμένη σιγή της φρίκης. «Πασάκα μου, βλέπεις, φέτος τα πράγματα ήρθαν ανάποδα. Δεν βοήθησε και το ταξίδι στην Αθήνα. Είναι τόσο δύσκολο να σταθώ στα πόδια μου. Μετά τα Σπασμένα, χάσαμε τα πάντα. Είμαστε κατεστραμμένοι. Πρέπει να φτιάξω από την αρχή όλο το έργο της ζωής μου, που ρημάχτηκε μέσα σε μια νύχτα. Συγχώρα με, δεν με περίσσεψε γρόσι να σε πάρω ένα δωράκι. […] Υποσχέσου πως θα με συγχωρέσεις. Και μην ξεχνάς: ό,τι δικό μου, δικό σου. Θα δεις. Του χρόνου…» ‘Ηταν η δεύτερη φορά μετά την αποτυχημένη μας πτήση στο υψιπόρον άρμα που στα μάτια μου ο πατέρας ανέβαινε τόσο ψηλά πέφτοντας τόσο χαμηλά. Τα πρόσωπα που αναδύονται εδώ αναζητούν τον χαμένο τόπο που καθόριζε άλλοτε την ταυτότητά τους. Άνθρωποι που υποβάλλονται σε ακούσια εξορία, σπρωγμένοι από ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες που δεν ελέγχουν, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να ζήσουν σε ένα επίπλαστο τοπίο, άμοιρο ιστορίας και στερημένο μνήμης, για να διαπιστώσουν πως έχουν τοποθετηθεί σε έναν άτοπο τόπο. Ο ψευδοαρμένης Καμπουριάν, ο αριστοκράτης εμιγκρές Βεγγέρωφ, ο Παλαιστίνιος Χαλίλ, ο φευγαλέος, ακαθόριστος, αλλά μακρόθυμος πατέρας, ο Ουγγροεβραίος πρόσφυγας Μπέλα, η Ιρλανδέζα Μάμα Λη, η Φύλλις από τη Σάντα Λούτσια, ο ιερομόναχος Αρμένης μουσικός Βαρταπέντ Κομητάς, η Σμυρνιά Μαρίκα Ρόζα Ντολορόζα, ο Λευκάδιος Χερν, ο κρυπτοχριστιανός Πατεράκης, ο Εβραίος από την Πράγα Λίμαν, ο ΙΙνδιάνος Μετί Πάτρικ Χώουκς, οι πρόσφυγες Καραμανλήδες από την Καππαδοκία, ο Πάμπος ο Κύπριος και άλλοι τόσοι πασχίζουν να άνακτήσουν την απειλημένη τους ταυτότητα. Αυτές οι ξεριζωμένες υπάρξεις αρνούνται να καταταγούν σε κοινωνικούς προσδιορισμούς και περιθωριακές ομάδες και επιμένουν να υπάρχουν σαν ελεύθερα πρόσωπα σε μια κοινωνία που έχει ξεχύσει τα ιστορικά της ερείσματα. Θα τους οδηγήσει άραγε στην τελική επανεύρεση και κατάκτηση του δικού τους τόπου η πεισματική τους θέληση να μην υποκύψουν στην απειλή της ανυπαρξίας;

Ο π. Λάμπρος Καμπερίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στην Αθήνα και ζει στο Μόντρεαλ από το 1970. Σπούδασε Βυζαντινή Ιστορία με καθηγητή τον Νικόλαο Οικονομίδη. Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Μελέτης του Νεότερου Ελληνισμού του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ, συνεργάστηκε με τον καθηγητή Ζακ Μπουσάρ στην κοινή τους προσπάθεια να κάνουν γνωστή την εποχή των Φαναριωτών και των άγνωστων σχεδόν πρωταγωνιστών της, οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στην πνευματική, κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συγγραφέας πολλών βιβλίων, δημοσιεύει τακτικά άρθρα του στο περιοδικό Atelier du roman (Παρίσι). Μερικοί τίτλοι έργων του δηλώνουν τα λογοτεχνικά και ιστορικά του ενδιαφέροντα: “The Greek Monasteries of Sozopolis”, “Οι γάμοι του Ουρανού και της Γης, “Δος μοι τούτον τον ξένον”, “Από τον Μπρετ Χαρτ στον Παπαδιαμάντη”. Εκδίδει επίσης, μαζί με τη Denise Harvey, τις μεταφράσεις των έργων του Παπαδιαμάντη στα αγγλικά, από τις οποίες ήδη κυκλοφορούν δύο τόμοι: “The Boundless Garden” και “The Murderess”. Διδάσκει στο γαλλόφωνο Πανεπιστήμιο του Σέρμπρουκ στο Κεμπέκ, και είναι ιερέας της ενορίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα δυτικά προάστια της Νήσου του Μόντρεαλ.
Ο Λάκης Προγκίδης γεννήθηκε στο Βόλο το 1947. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Εργάσθηκε για μερικά χρόνια ως πολιτικός μηχανικός. Από το 1980 ζει στο Παρίσι. Μετά από έναν νέο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών, στο χώρο της λογοτεχνίας αυτή τη φορά, υποστηρίζει το 1994 τη διδακτορική του διατριβή, με θέμα τον Παπαδιαμάντη και το μυθιστόρημα. Έχουν εκδοθεί στα γαλλικά τέσσερα βιβλία του “Un ecrivain malgre la critique”, “La conquete du roman. De Papadiamantis a Boccace”, “De l’autre cote du brouillard”, “Rabelais. Que le roman commence !” και ένα στα ιταλικά, “L’anima numerica. A propositο de L’Uomo senza qualita di Robert Musil.”. Άρθρα του για το μυθιστόρημα έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά, γαλλικά και άλλα. Το 1993 ίδρυσε, και έκτοτε διευθύνει, το τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό “L’Atelier du Roman”. Έχει συμμετάσχει στη συγγραφή πολλών συλλογικών δοκιμίων. Άρθρα και μελέτες του για το μυθιστόρημα έχουν δημοσιευτεί σε γαλλικά, ελληνικά, και άλλα περιοδικά.
