Δεν σάς κάνει εντύπωση; Με μία φωνή, άσχετοι και σχετικοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι, σχολιογράφοι και διανοούμενοι αποδίδουν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στο ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ στο «πολιτικό κατεστημένο», στις «ελίτ» και γενικά σε όλους αυτούς που λαμβάνουν αποφάσεις και που δήθεν δεν ακούν, δεν αφουγκράζονται, δεν καταλαβαίνουν τα προβλήματα των απλών ανθρώπων στην Φλόριντα, στο Μίσιγκαν, ή στην Άϊοβα, που «υποφέρουν» από την παγκοσμιοποίηση και για να σωθούν ψήφισαν έναν δισεκατομμυριούχο συμπατριώτη τους –κατά του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω, εκκρεμούν σε διάφορα πολιτειακά όργανα πάνω από 70 προσφυγές σε διάφορα για απάτες, φοροδιαφυγή και άλλα οικονομικά ανομήματα.
Παράλληλα, η Χίλλαρυ Κλίντον –η οποία υπερτέρησε του Ντ. Τραμπ κατά 1.000.000 και πλέον ψήφους και που σε άλλη δημοκρατική χώρα θα είχε εκλεγεί πανηγυρικά πρόεδρός της– εμφανίζεται ως μέρος του «πολιτικού κατεστημένου», που υπέστη δήθεν συντριβή, την ώρα που η αμερικανική δημοκρατία δέχεται την πιο ταπεινωτική ήττα της ιστορίας της.
Την ίδια στιγμή, ο αμερικανικός Τύπος και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δέχονται επιθέσεις και κατηγορούνται ότι εξαπάτησαν το κοινό, όταν σε απόλυτους αριθμούς τα γεγονότα τούς δικαιώνουν. Η Χ. Κλίντον σε αριθμούς και ποσοστά υπερίσχυσε του αντιπάλου της και απώλεσε την προεδρία χάρη σε ένα στρεβλό εκλογικό σύστημα εκλεκτόρων. Ακόμα χειρότερα, ενώ η διαφορά της από τον Ντ. Τραμπ είναι στο εκατομμύριο, η δική της εκλογή χάθηκε για 55.000 ψήφους στην Φλόριντα και στο Μίσιγκαν. Επισημαίνουμε, για όσους καταλαβαίνουν, ότι η Φλόριντα στις δέκα τελευταίες προεδρικές εκλογές έχει υπερψηφίσει έξι φορές τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο. Κατά συνέπεια, η επικράτηση του Ντ. Τραμπ στην πολιτεία αυτή οφείλεται στο ότι έπεισε το κοινό του να πάει να τον ψηφίσει και όχι στην «δυστυχία» που έφερε στην Φλόριντα η παγκοσμιοποίηση.
Όλες οι παραπάνω λεπτομέρειες, όμως, ελάχιστα θα γίνουν γνωστές και η διάχυσή τους θα εξαφανιστεί στους οχετούς της ψηφιακής ψευδολογίας και απάτης –φαινόμενο το οποίο κάποιοι ερευνητές και άνθρωποι των μέσων μαζικής επικοινωνίας αποκαλούν «γνωστική δικτατορία».
Όπως υποστηρίζει ο Γάλλος καθηγητής Ζεράρ Μπονέρ, με τον οποίο πρόσφατα ανταλλάξαμε απόψεις πάνω στο θέμα αυτό, το Διαδίκτυο, αντί να βοηθά την ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Καλλιεργεί τον φόβο και την ασυναρτησία και κάνει τα άτομα πολύ εύπιστα σε ανορθόλογες δοξασίες και, ως εκ τούτου, στις πιο απίθανες ψευδολογίες. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτόν, το Διαδίκτυο γίνεται ένα αποτελεσματικό μέσο καλλιέργειας της άγνοιας, την εποχή που η πρόσβαση στις πηγές της γνώσης είναι πανεύκολη, ελεύθερη, ταχύτατη και χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς.
«Παρόλα αυτά», τονίζει ο Ζεράρ Μπονέρ, «πολλά συμπτώματα μάς δείχνουν ότι στις κοινωνίες μας κερδίζει έδαφος μία νέα μορφή σκοταδισμού, η οποία μάς απομακρύνει από την μεθοδική σκέψη και τον ορθολογισμό. Ο σκοταδισμός αυτός έχει ως κύριο εργαλείο του την ιδεολογία του φόβου, μέσω της οποίας εξουδετερώνει την κριτική αναζήτηση και τις αμφιβολίες που αυτή η διαδικασία μπορεί να προκαλέσει. Αρκεί να αναφέρω ότι το 2000 μόνον το 9% των Γάλλων φοβόταν τα εμβόλια. Σήμερα, το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 40% και είναι το αποτέλεσμα απίστευτων αντιεπιστημονικών “πληροφοριών”, οι οποίες στηρίζονται σε θεωρίες συνωμοσίας και βεβαίως απέχουν έτη φωτός από την αλήθεια».
Μία άλλη γελοία εκδοχή της πραγματικότητας που ευρύτατα κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο είναι αυτή που λέει ότι τα μποτιλιαρίσματα στις μεγάλες πόλεις τα προκαλούν «πράκτορες των πρατηριούχων και εταιρειών υγρών καυσίμων, που θέλουν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους».
Υπό παρόμοιες συνθήκες, οι «πωλητές φόβου και ανορθολογισμού» έχουν μπροστά τους πεδίον δόξης λαμπρόν, το οποίο αξιοποιούν από πολιτικής πλευράς όσο καλύτερα μπορούν. Στις χώρες, λοιπόν, όπου ένα μέρος του πληθυσμού τους αρνείται να υποστεί τον μόχθο και την αμφιβολία της πνευματικής εργασίας και απεχθάνεται την αγωνία της ανάληψης ευθυνών, για τους καιροσκόπους και τους πλαστογράφους των ιδεών η εξαπάτηση γίνεται υπόθεση πανεύκολη –αλλά και δραματικά επικίνδυνη.
Στο πλαίσιο αυτής της άτυπης «γνωστικής δικτατορίας», όπως πρόσφατα τονίστηκε σε μία ενδιαφέρουσα από κάθε πλευρά παρουσίαση-ανάλυση του βρεταννικού περιοδικού Εκόνομιστ για την αποκαλούμενη «κοινωνία της μετα-αλήθειας» (post-truth society), τα κοινωνικά δίκτυα οδηγούν στην διαίρεση χρηστών σε ομοιογενή υποσύνολα, που επικοινωνούν μόνον μεταξύ τους και των οποίων πνευματική τροφή είναι το ψεύδος, το μίσος, η συκοφαντία.
Σε αυτές τις σχεδόν στεγανές και πολιτικά μονόχρωμες κοινότητες αναπτύσσεται η επικοινωνία μόνον μεταξύ ομοίων –και, βέβαια, κυριαρχούν αδίστακτοι, θρασείς και επιθετικοί πολιτικοί τύπου Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ, Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία, Π. Πολάκη στην Ελλάδα, Ν. Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο, Μαρίν Λεπέν στην Γαλλία. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των πολιτικών είναι η ακατάσχετη ψευδολογία, η καλλιέργεια του μίσους και η κατασυκοφάντηση των αντιπάλων. Σε συγκεκριμένες δε περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα οι πολιτικές λιτότητος, δεν έχουν τίποτε απολύτως να προτείνουν ως λύση παρά μόνον την στοχοποίηση «εχθρών».
Με τον τρόπο αυτόν, η «γνωστική δικτατορία» προκαλεί ισχυρά φαινόμενα διανοητικής αναπηρίας, με αποτέλεσμα την παραίτηση μπροστά στις δυσκολίες που αντιπροσωπεύει η αναζήτηση της αλήθειας. Σταδιακά, λοιπόν, το άτομο υποτάσσεται στην ιδεολογία του φόβου, καταλαμβάνεται από σκοτεινές σκέψεις που μπλοκάρουν τα συναισθήματα και τελικά οδηγείται σε κατάθλιψη. Μέσα σε αυτό το καταθλιπτικό περιβάλλον, οι ανεύθυνοι λαϊκιστές γίνονται κήρυκες ελπίδος, με την τελευταία να εκφράζεται από την παρακμή. Ακολουθεί έτσι η προσφυγή στα φαντάσματα και ανοίγει ο δρόμος για το τέλος της δημοκρατίας.