Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο της ΕΕ έκανε σήμερα ένα βήμα προς την επισημοποίηση της αφαίρεσης της Χαμάς, όπως και των Τίγρεων των Ταμίλ, από την ευρωπαϊκή μαύρη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων, παρά τα έντονα διαβήματα διαμαρτυρίας των κυβερνήσεων του Ισραήλ και της Σρι Λάνκα.
Η γενική εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της ΕΕ, τις προτάσεις της οποίας γενικά εφαρμόζουν οι δικαστές, εισηγήθηκε σήμερα να απορρίψουν την έφεση που είχε υποβάλει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εναντίον της απόφασης ενός κατώτερου ευρωπαϊκού δικαστηρίου στα τέλη του 2014 για να αφαιρεθούν οι δύο οργανώσεις από τον κατάλογο εξαιτίας διαδικαστικών σφαλμάτων.
Τότε, η κυβέρνηση του Ισραήλ, οι σχέσεις της οποίας με την ΕΕ χαρακτηρίζονται από ένταση τα τελευταία χρόνια, είχε αναφερθεί στη μεταχείριση της Ευρώπης έναντι των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και είχε καταγγείλει την «απίστευτη υποκρισία» των Βρυξελλών.
Η ισραηλινή κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν έχει προχωρήσει σε κανένα σχόλιο για την πρόταση της γενικής εισαγγελέα για τη Χαμάς, το ισλαμιστικό κίνημα το οποίο κυβερνά τη Λωρίδα της Γάζας και πολεμάει εναντίον του Ισραήλ επί τρεις δεκαετίες.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει προτρέψει τους ευρωπαίους να μην άρουν τις κυρώσεις τις οποίες επιβάλλουν στη Χαμάς.
Η κυβέρνηση στη Σρι Λάνκα είχε διαβεβαιώσει το 2014 ότι θα προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία το δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει ελλιπή, με βάση τα οποία αποφασίστηκε η επιβολή κυρώσεων σε βάρος της οργάνωσης Τίγρεις για την Απελευθέρωση των Ταμίλ Ιλάμ (LTTE).
Και στις δύο υποθέσεις, οι δικαστές του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ έκριναν ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες βασίστηκαν υπερβολικά σε δημοσιεύματα μέσων ενημέρωσης παρά σε δική τους έρευνα όταν επέβαλαν τη δέσμευση πόρων και τις ταξιδιωτικές απαγορεύσεις πριν από δεκαπέντε χρόνια στα μέλη της Χαμάς και των LTTE.
Οι πόροι αυτοί παρέμειναν δεσμευμένοι κατά τη διαδικασία εκδίκασης της έφεσης.
Οι δύο οργανώσεις επιχειρηματολόγησαν ότι ενεπλάκησαν σε θεμιτή αντίσταση εναντίον των ένοπλων δυνάμεων του Ισραήλ και της Σρι Λάνκα αντίστοιχα.
Το Γενικό Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε επί της ουσίας με το εάν οι ενέργειες των δύο οργανώσεων συνεπάγονταν την προσθήκη τους στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων, αποφάνθηκε πάντως ότι οι διαδικασίες διά των οποίων εντάχθηκαν σε αυτόν ήταν εσφαλμένες.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επικαλέστηκε επίσης το γεγονός ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το επιχείρημα πως οι δύο οργανώσεις βρίσκονται στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων τον οποίο καταρτίζουν οι ΗΠΑ, πράγμα που δικαιολογεί αφ' εαυτού την επιβολή κυρώσεων.
Η γενική εισαγγελέας Έλινορ Σάρπστον ωστόσο αντέτεινε πως η ΕΕ δεν μπορεί να υποθέσει πως άλλες χώρες έδωσαν στις οργανώσεις που ενέταξαν στους αντιτρομοκρατικούς καταλόγους το δικαίωμα να προβάλλουν τις θέσεις τους ή να υποβάλουν ένσταση.
Η εισήγησή της, στην οποία σημείωσε ότι ορισμένα από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου είναι βάσιμα, δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Πάντως οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της ΕΕ συνήθως αντηχούν τις εισηγήσεις των γενικών εισαγγελέων.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, η επισταμένη εξέταση της υπόθεσης βρίσκεται σε εξέλιξη. Όμως δεν είναι σαφές το πότε ακριβώς θα ληφθεί τελεσίδικη απόφαση.