Στην υποδοχή του Σπύρου Γιαννιώτη απουσίαζε η πολιτεία. Το λες και πρόοδο. Γλιτώσαμε από το αυτάρεσκο χαμόγελο, από τις ριπές κοινοτοπιών, από το δεκάλεπτο «ρεπορτάζ» της κυβερνητικής τηλεόρασης. Κυρίως όμως γλιτώσαμε από την υποκρισία μιας πολιτείας η οποία καπηλεύεται ό,τι ξεφεύγει από το καθεστώς της μετριότητας που η ίδια επιβάλλει. «Η πατρίς αγνωμονούσα».
Αυτοί οι αθλητές δεν κέρδισαν τα μετάλλια επειδή ζουν στην Ελλάδα. Επειδή είχαν, εκτός από τις προσωπικές τους ικανότητες, την υποστήριξη μιας οργανωμένης πολιτείας, έτοιμης να αναγνωρίσει την αριστεία σε όλους τους τομείς. Τα κέρδισαν παρά το γεγονός ότι ζουν στην Ελλάδα, επειδή κατάφεραν να ξεφύγουν από το κυνήγι για την εξόντωση της αριστείας.
Θα μου πείτε, πάντα κάπως έτσι δεν ήσαν τα πράγματα; Και όχι μόνον στον αθλητισμό. Σε όλους τους τομείς. Στην επιστήμη, στην τέχνη, στην απλή καθημερινότητα. Μόνον όσοι ξέφευγαν κατάφερναν να πετύχουν κάτι. Απλώς δεν το βλέπαμε ή μάλλον δεν θέλαμε να το παραδεχθούμε. Σαν να έχουμε υπογράψει όλοι μαζί ένα συμβόλαιο υποκρισίας. «Θα παραστήσεις πως σε βοήθησα, θα με ευχαριστήσεις μπροστά στον φακό κι εγώ, παιδί μου, δεν θα σε ξεχάσω. Αρκεί να με ψηφίσεις για να είμαι και πάλι εδώ». Είναι από τα θετικά της κρίσης. Θυμηθείτε τις δηλώσεις των περισσότερων αθλητών μας το 2004. Εκείνα τα «Ιτε, παίδες», εκείνα τα περί DNA, λες και καθένας απ’ αυτούς είχε κερδίσει κι από έναν Ξέρξη. Λες και δεν πίστευαν ούτε οι ίδιοι στις επιδόσεις τους και ήθελαν να οχυρωθούν πίσω από τη συλλογική ευθύνη. Κάτι ήξεραν, θα μου πείτε, οι ντοπαρισμένοι.
Πόση διαφορά από το τότε στο σήμερα; Μιλούν για τους κόπους τους, για τους προπονητές τους. Κανονικοί άνθρωποι. Παιδιά μιας γενιάς που ανακάλυψε την αρχή της πραγματικότητας και της φέρεται με τη δέουσα σεμνότητα, και τη δέουσα σοβαρότητα. Ο ίδιος ο Γιαννιώτης δεν δέχθηκε να κάνει ένσταση η Ελλάδα για το χρυσό μετάλλιο. Αποδέχθηκε τη δεύτερη θέση επειδή αποδέχθηκε τους κανόνες του παιχνιδιού.
Υποθέτω ότι η απουσία επισήμου στην υποδοχή οφείλεται στην αγοραφοβία που τους έχει καταλάβει. Αυτό όμως που πρέπει να φοβούνται περισσότερο δεν είναι τα γιούχα. Αυτά παρέρχονται με την ίδια ευκολία που έρχονται.
Αυτό που φοβούνται είναι η σοβαρότητα. Διότι γνωρίζουν κατά βάθος ότι αυτή δεν ανέχεται, πλέον, την παρουσία τους.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ