Τον αποκαλούν «Ιντιάνα Τζόουνς» των έργων τέχνης και κάθε άλλο παρά υπερβολικός είναι ο χαρακτηρισμός. Ο κόσμος του πολιτισμού οφείλει πολλά στον ολλανδό ντετέκτιβ Άρθουρ Μπραντ, ο οποίος έχει βάλει στόχο ζωής να εντοπίζει κλεμμένα αριστουργήματα.
Τελευταία του επιτυχία, ο εντοπισμός δύο σπάνιων έργων του Νταλί και της Ταμάρα ντε Λέμπιτσκα, συνολικής αξίας άνω των 6,5 εκατ. λιρών Αγγλίας. Πρόκειται για την Εφηβεία (1941) του Νταλί και τον πίνακα Η Μουσικός (1929) της Ντε Λέμπιτσκα, που είχαν κλαπεί από το μουσείο Scheringa το 2009. Ο Μπραντ εντόπισε τα δύο έργα στην κατοχή μιας συμμορίας και οι διαπραγματεύσεις για την παράδοσή τους διήρκεσαν εννέα μήνες.
Αυτό όμως δεν είναι το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Πέρυσι κατάφερε να εντοπίσει τα δύο μπρούτζινα αγάλματα που αναπαριστούν άλογα σε φυσικό μέγεθος και τα οποία φιλοτέχνησε ο ναζιστής Γιόζεφ Τόρακ, κατ’ απαίτηση του Χίτλερ. Τα αγάλματα ήταν τοποθετημένα στην είσοδο του Ράιχσταγκ, αλλά επί δεκαετίες τα ίχνη τους είχαν χαθεί. Υπήρχαν μάλιστα και αναφορές σε διάφορα ιστορικά βιβλία ότι καταστράφηκαν στη διάρκεια των βομβαρδισμών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο εντοπισμός εξαφανισμένων έργων δεν είναι η κανονική δουλειά του Μπραντ, αλλά το πάθος του. Ο Μπραντ διατηρεί εταιρεία στην οποία απευθύνονται οι συλλέκτες προκειμένου να μην πέσουν στην παγίδα των πλαστών έργων τέχνης ή του παράνομου εμπορίου.
Έτσι, εκμεταλλευόμενος τις επαφές του και χρησιμοποιώντας δορυφορικές εικόνες αλλά και αρχειακό υλικό από τη Γερμανία, κατάφερε συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία ώστε να βοηθήσει τις γερμανικές αρχές να εντοπίσουν τα γλυπτά του Τόρακ. Τα αγάλματα βρέθηκαν τελικά σε αποθήκη, μαζί με άλλα κλεμμένα έργα, στην πόλη Μπαντ Ντουρκχάιμ, στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου.
«Αυτό που κάνει η εταιρεία μου είναι να συμβουλεύει συλλέκτες, ώστε να μην αγοράζουν πλαστά έργα. Αυτό είναι το 70% της δουλειάς μου. Τον υπόλοιπο χρόνο βοηθούμε οικογένειες Εβραίων να εντοπίσουν έργα που έκλεψαν οι ναζί. Τέλος, ένα πολύ μικρό κομμάτι το αφιερώνουμε στην ανάκτηση κλεμμένων έργων. Πρόκειται για τις 'μεγάλες υποθέσεις', αυτές που δημοσιεύονται στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων» λέει στον βρετανικό Independent.
Το «χόμπι» του Μπραντ κρατά από το 2002. Όντας και ο ίδιος συλλέκτης και έχοντας πέσει θύμα εμπόρων πλαστών έργων, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Ήρθε λοιπόν σε επαφή με έναν από τους πλέον διαβόητους εμπόρους κλεμμένων έργων τέχνης, τον Ολλανδό Μισέλ φον Ράιν, που όμως είχε εγκαταλείψει τις παράνομες δραστηριότητες και συνεργαζόταν με τις αρχές ως πληροφοριοδότης. Ο Φον Ράιν προσκάλεσε τον Μπραντ στο Λονδίνο, όπου εκείνη την εποχή συνεργαζόταν με το FBI και την Σκότλαντ Γιαρντ. «Βρέθηκα λοιπόν από την πρώτη στιγμή στην κορυφή της πυραμίδας» του παράνομου εμπορίου, αναφέρει.
Όπως υποστηρίζει, περίπου το 30% των κομματιών που διατίθενται στην αγορά έργων τέχνης είναι πλαστά. Το να ξεχωρίσεις, όμως, ένα πλαστό έργο από το να ανακτήσεις ένα κλεμμένο αυθεντικό αριστούργημα, είναι κάτι τελείως διαφορετικό.
«Μόνο το 5% των κλεμμένων έργων εντοπίζεται και ανακτάται. Είναι πολύ δύσκολο, γιατί εάν οι δράστες καταλάβουν ότι η αστυνομία είναι κοντά στα ίχνη τους, τότε καταστρέφουν τα έργα για να μην υπάρχουν πειστήρια. Φυσικά και είναι πολύ σημαντική η εξάρθρωση αυτών των κυκλωμάτων. Αλλά τα κορυφαία έργα προωθούνται στην αγορά πολύ γρήγορα και στις περισσότερες περιπτώσεις ο αγοραστής δεν γνωρίζει την προέλευσή τους, ούτε ποιος τα έκλεψε, αφού μεσολαβούν πάρα πολλά στάδια» τονίζει.
Από το 2009, οπότε εκλάπησαν, ώς τα τέλη Ιουλίου που βρέθηκαν, οι πίνακες του Νταλί και της Ντε Λέμπιτσκα άλλαξαν χέρια τουλάχιστον 10 φορές. Πώς όμως ο ολλανδός ντετέκτιβ κατάφερε να σώσει τα δύο έργα;
Όπως εξηγεί, η συμμορία των εμπόρων ναρκωτικών που είχε τους πίνακες ήθελε να τους ξεφορτωθεί, αφού έβλεπε πως δεν υπήρχε χρηματικό όφελος. Έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, και αφού δόθηκαν εγγυήσεις ότι δεν θα ασκηθούν διώξεις, οι πίνακες παραδόθηκαν στον Μπραντ, τυλιγμένοι σε μία κουβέρτα.
«Επειδή έχουν δει την ταινία Dr No τού Τζέιμς Μποντ, νομίζουν ότι υπάρχουν και στην πραγματικότητα πάμπλουτοι συλλέκτες που θέλουν να αγοράσουν έναν κλεμμένο πίνακα. Όμως ο Dr No δεν υπάρχει…» λέει ο Ολλανδός, ο οποίος εξομολογείται ότι παλαιότερα είχε διαπραγματευτεί ακόμα και με την ιταλική μαφία για την επιστροφή ενός πίνακα. «Δεν τα κατάφερα» παραδέχεται.
Όσο για τον χαρακτηρισμό του «ήρωα» που πολλοί του αποδίδουν, ο Μπραντ δείχνει να μην τον αποδέχεται. Απλώς προσπαθεί, όπως λέει, να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας μεταξύ συμμοριών και αστυνομίας, ώστε να πετύχει τον στόχο του.
«Σύντομα καταλαβαίνει κανείς ότι δεν πρόκειται για κατά συρροή δολοφόνους. Δεν είναι άνθρωποι που θα βγουν τη νύχτα στους δρόμους για να σκοτώσουν. Είναι άνθρωποι που θα σκοτώσουν εάν πιστέψουν ότι υπάρχει λόγος. Φυσικά λοιπόν και θα κρατήσω τον λόγο μου απέναντί τους. Διότι αν δεν το κάνω, τότε θα έχω σοβαρό πρόβλημα» λέει, κλείνοντας τη συζήτηση.