Η συμμετοχή όλων των Εκκλησιών στη Μεγάλη Σύνοδο στην Κρήτη είναι ο δρόμος της Ορθοδοξίας!

Του Γιάννη Παναγιωτόπουλου*

Τον Νοέμβριο του 1989 μια μέρα μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, κατέρρεε στη Βουλγαρία το Κουμουνιστικό Καθεστώς, ανοίγοντας μια νέα σελίδα στην ιστορία της Βαλκανικής χώρας. Οι πληγές από εκείνη την περίοδο δεν έκλεισαν και μένουν ακόμη ανοιχτές σε διάφορες πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της γείτωνος χώρας.

Πρόσφατα μάλιστα, που ανοίχθηκαν οι φάκελοι με τους συνεργάτες του παλαιού καθεστώτος, αποκαλύφθηκαν απίστευτα για την κοινωνία γεγονότα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις (3) εν ενεργεία καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Σόφιας αποδείχθηκε ότι ήταν συνεργάτες των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος. Η αποκάλυψη οδήγησε την αποπομπή τους από την Σχολή και κατ᾽ επέκταση από το Πανεπιστήμιο. Αλλά χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η περίπτωση του Καθηγητή της Ηθικής και Δογματικής Θεολογίας, ο οποίος όχι μόνο ήταν συνεργάτης, αλλά με μεγάλο ζήλο κατέδιδε στις κουμουνιστικές αρχές τους φοιτητές που πήγαιναν συχνά στην εκκλησία ή ήταν αφοσιωμένοι σε αυτήν.

Ίσως να μην αναφερόμουν σε ένα γραπτό κείμενο σε αυτήν την ιστορία, από αγάπη στη Σχολή που υπηρετώ και τους τόσο αγαπητούς συναδέλφους της Θεολογικής Σχολής της Σόφιας, εάν σήμερα στην ίδια χώρα, το μάθημα των Θρησκευτικών είχε επιστρέψει στα σχολεία και εάν οι μισοί πολίτες δεν επέλεγαν την πολιτική κηδεία αντί της θρησκευτικής. Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα της αδυναμίας της τοπικής εκκλησίας. Και η πίκρα μου μεγαλώνει μετά την πρόσφατη απόφαση της Βουλγαρικής Ιεραρχίας να απόσχει από την Μεγάλη Σύνοδο που θα αρχίσει στην Κρήτη τις επόμενες ημέρες.

Η καταδίκη του Εθνοφυλετισμού από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, επ᾽ αφορμή των Βουλγαρικών σχισματικών και διαιρετικών ενεργειών, που οδήγησαν στην ένοπλη σύγκρουση των χριστιανών και στο γνωστό σε όλους μας Μακεδονικό αγώνα ενάντια στον αφελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης, είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρη. Ο Εθνοφυλετισμός, γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, συνιστά απομάκρυνση από την Ορθόδοξη Παράδοση, αφού η δημιουργία φυλετικών ή Εθνικών Εκκλησιών διασπά την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος, όπως αυτή προσδιορίζεται από την αυτονόητη ενότητα εντός ενός κοινού γεωγραφικού χώρου και την αστασίαστη χριστοκεντρική αναφορά της κάθε τοπικής εκκλησίας σε έναν επίσκοπο. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή άλλων κριτηρίων, μη αποδεκτών από την ουσία της χριστιανικής πίστης και βιώματος αποδυναμώνει το σωτηριολογικό έργο της Εκκλησίας και την ενότητά της.

Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σήμερα, περισσότερο από ποτέ χαρακτηρίζονται από την δογματική τους ενότητα, η οποία είναι αδιαμφισβήτητη και ισχυρή. Αυτή η ενότητα σε συνδυασμό με τη γνησιότητα της βιωμένης αλήθειας, δεν επιτρέπει ούτε εγωισμούς, ούτε υστερόβουλες κινήσεις. Άλλωστε ακόμη, και η επιλογή της Κρήτης ως τόπου για τη σύγκληση της Συνόδου, δεν είχε άλλο σκοπό από το να επιτρέψει σε όλους να συμμετάσχουν, αφού αυτό ήταν το κοινό αίτημα. Άρα, η διαφαινόμενη μη συμμετοχή τοπικών εκκλησιών δημιουργεί ερωτηματικά άλλου τύπου, και πείθει ή ότι κάποιες τοπικές εκκλησίες δεν έχουν την ανάλογη προς τον αριθμό των πιστών τους ωριμότητα, ή ότι κάποιες εκκλησίες δεχόμενες πρόσκαιρες πολιτικές ή άλλες πιέσεις αδρανοποιούν την εκπεφρασμένη συνείδηση του εκκλησιαστικού τους σώματος να συμμετάσχουν στη Σύνοδο. Ειδικά για τις δεύτερες, η ιστορία δείχνει ότι τα υπεύθυνα εκκλησιαστικά πρόσωπα που ανεύθυνα απεδέχθησαν να γίνουν κοινωνοί τέτοιων πιέσεων, εν τέλει κατέστησαν εκκλησιαστικά ανενεργά και πολλές φορές αποπεμπταία από τη θέση τους, καθώς η στάση τους μεταφράστηκε σε έλλειμμα εκκλησιαστικού φρονήματος και τα αποστέρησε της ευθύνης του εκκλησιαστικού λειτουργήματος το οποίο έφεραν. Τα παραδείγματα γεμίζουν τα βιβλία Εκκλησιαστικής Ιστορίας.

Η συμμετοχή στη Μεγάλη Σύνοδο, με όσα θετικά ή αρνητικά μπορεί να της προσμετρήσει κάποιος, είναι ο μόνος δρόμος για όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι ο δρόμος της ενότητας, της κοινωνίας και της αγάπης, του σεβασμού προς την Εκκλησία που υπήρξε η μητέρα των περισσότερων, ο δρόμος της καταδίκης του εθνοφυλετισμού, και της διαφύλαξης των ίδιων των δικαιωμάτων τους. Χωρίς αυτόν τον δρόμο θα πετύχουν την αμφισβήτηση του εαυτού τους. Ας μην ξεχνούν το παράδειγμα του μεγάλου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (1893-1979), ο οποίος όταν κατέφυγε κυνηγημένος στη Δύση, εντάχθηκε στον κλήρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η συνέχεια θα αποτελέσει αντικείμενο της ιστορίας.              

 

*Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος είναι Επ. Καθηγητής Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διετέλεσε Γεν. Γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης και πολιτεύεται με τη ΝΔ

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ