Ως «φάρσα» χαρακτηρίζει ο Γιάννης Βαρουφάκης την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με το αίτημα των δανειστών για την προληπτική επιβολή πρόσθετων μέτρων, ύψους 3,6 δισ. ευρώ, που θα ενεργοποιηθούν σε περίπτωση που δεν πιαστεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018.
Ο πρώην υπουργός επισημαίνει πως κάτι αντίστοιχο με το μέτρο αυτό, αλλά με εντελώς διαφορετικούς όρους, είχε προτείνει και ο ίδιος όταν βρισκόταν στο τιμόνι του υπ. Οικονομικών.
Όπως περιγράφει ο κ. Βαρουφάκης, με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», όλα ξεκίνησαν όταν ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε για πρώτη φορά, στις 27 Απριλίου 2015, στο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, κάτι που όπως λέει έγινε «ερήμην» του.
«Όταν τον ρώτησα γιατί το έκανε, μου απάντησε ότι η συμφωνία απαιτεί δούναι και λαβείν. “Και ποιο είναι το λαβείν μας εν προκειμένω;” ρώτησα. “Θα μας δώσουν κάτι για το χρέος”, μου απάντησε. Τότε του επισήμανα πως το επιχείρημά του θυμίζει ψαρά που προσπαθεί να διώξει επιτιθέμενο καρχαρία, ρίχνοντας αίμα στο νερό: “Δεσμευόμενος”, του θύμισα, “σε διαρκές πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά, είναι σαν να δηλώνεις πως το χρέος είναι βιώσιμο. Τους προκαλείς να μη σου δώσουν ποτέ θεραπευτική αναδιάρθρωσή του”», περιγράφει ο κ. Βαρουφάκης.
Κατόπιν, ο ίδιος «συνεπικουρούμενος πλήρως από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο» υπενθύμισε στον Αλέξη Τσίπρα γιατί ζητούσαν αναδιάρθρωση χρέους. Έτσι, όπως εξηγεί ο πρώην υπουργός, και προκειμένου να ανακτηθεί το χαμένο διαπραγματευτικό έδαφος, «πρότεινα στον πρωθυπουργό, ως τακτικό ελιγμό, να προσφέρουμε στους δανειστές την εξής ανταλλαγή: Εκείνοι θα συμφωνούσαν στη χαλάρωση της λιτότητας (στόχο πρωτογενούς στο 1,5%) κι εμείς θα δεσμευόμασταν νομικά σε αυτοματοποιημένα νέα μέτρα, αν η χαλάρωση δεν αποδώσει μεγαλύτερα δημόσια έσοδα (μέσω της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας)».
«Οι υπόλοιποι συνάδελφοι της ομάδας διαπραγμάτευσης αντέδρασαν αρνητικά, χαρακτηρίζοντας την πρότασή μου “ενδοτική”, “νεοφιλελεύθερη” και λέγοντας -μεταξύ σοβαρού και αστείου- ότι απεκαλύφθη πόσο... “δεξιός” είμαι», γράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης, αν και όπως παραδέχεται τελικά έλαβε το «πράσινο φως» να καταθέσει την πρόταση για «αυτοματοποιημένο φρένο ελλείμματος (deficit brake), το οποίο θα επιβλέπει ένα ανεξάρτητο Δημοσιονομικό Συμβούλιο».
Ωστόσο, «δεν είχε όμως συνέχεια, επειδή στο παράλληλο EuroWorkingGroup ο κ. Χουλιαράκης δεν την έθεσε στο τραπέζι της συζήτησης, με πρωθυπουργική συγκατάθεση βέβαια».
Κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα με τους δανειστές να έχουν θέσει το στόχο του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά και «την ιδέα που πρότεινα για αυτοματοποιημένα μέτρα μέσω του Δημοσιονομικού Συμβουλίου σήμερα ανασύρεται, όχι ως τακτικός ελιγμός για να αποφευχθεί νέα σκληρή λιτότητα (το 3,5% πρωτογενούς), αλλά για να... επιβληθεί».
«Η κυβέρνηση αποδέχτηκε τα μέτρα λιτότητας που η ίδια και η Κομισιόν θεωρούν ότι θα πιάσουν το 3,5% πρωτογενούς. Κι αντί να εκμεταλλευτεί τις ενστάσεις του ΔΝΤ, ότι αυτά τα μέτρα δεν αρκούν, για να πιαστεί το 3,5%, και να ζητήσει τη δραστική μείωση του στόχου αυτού, τώρα υιοθετεί τη δική μου “δεξιά” πρόταση, ώστε να πείσει το ΔΝΤ πως δεν θα χρειαστεί η κ. Βελκουλέσκου να επιτρέψει στην Αθήνα να επιβάλει πρόσθετα μέτρα (όταν το 3,5% αποδειχθεί άπιαστο), καθώς θα τα επιβάλει αυτομάτως η ίδια η Ελλάς μέσω του Δημοσιονομικού της Συμβουλίου!», επισημαίνει ο κ. Βαρουφάκης και εξηγεί πως ο αυτοματισμός αυτός για μελλοντικά μέτρα είναι χρήσιμος μόνο εφόσον αίρε τη λιτότητα.
«Η κατάσταση αγγίζει τα όρια της φάρσας. Ο υπουργός Οικονομικών, που γνωρίζει άριστα τα πιο πάνω, πρέπει να επιβάλει την τάξη στη στρατηγική της κυβέρνησης. Αν η τρόικα θέλει αυτοματοποιημένο κανόνα, να της προσφέρει... δύο!
Αυτοματοποιημένο κανόνα που εισάγει (μέσω του Δημοσιονομικού Συμβουλίου) νέα «διορθωτικά» μέτρα στο μέλλον: (α) εφόσον γίνει αποδεκτή η άμεση άρση της λιτότητας (με νέο στόχο πρωτογενούς 1,5%) και (β) εφόσον τα δημόσια έσοδα δεν ανακάμψουν εντός διετίας.
Αυτοματοποιημένες αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων που θα συνδέονται με τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ και που θα ακυρώνονται τις χρονιές που το ονομαστικό ΑΕΠ έπεσε κάτω από προσυμφωνημένο ελάχιστο επίπεδο (έτσι ώστε ο στόχος πρωτογενούς 1,5% να συνάδει με τη βιωσιμότητα του χρέους)», καταλήγει ο πρώην υπουργός.