Πάτρα: Έκθεση "Οπτική Ποίηση" του Στάθη Χρυσικόπουλου στο Αρχαιολογικό Μουσείο

Από τις 10 έως τις 31 Μαρτίου

Τι ονομάζουμε «Οπτική Ποίηση»;  Πρόκειται για μια καταλλαγή του πολέμου ανάμεσα στον λόγο και την εικόνα, ή μήπως είναι νέος πόλεμος; Σίγουρα, όμως, δεν είναι ένας αισθητικός συμβιβασμός ή μια ακόμη πρόταση αναπαράστασης (δηλαδή το εικαστικό μοντέλο της Αναγέννησης που εξήντλησε ο ακαδημαϊσμός του 19ου αιώνα). Γιατί, τελικά, δεν υπάρχει αναπαράσταση, παρά τις όποιες προθέσεις ή τις αδυναμίες των ενδιαφερομένων, εφόσον τίποτε δεν αντιγράφεται ποτέ. Το, όποιο, έργο τέχνης παραμένει μονοειδές, αυτεπίστροφο, μη επαναλαμβανόμενο.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης συνήθιζε να λέει ότι η πρόσληψη ενός καινούργιου έργου τέχνης είναι εξίσου δημιουργική με την παραγωγή του. Η αλήθεια αυτής της θέσης ισχύει στη νιοστή για τα, πειραματικά κατά κανόνα, έργα της Οπτικής Ποίησης. Μιας έκφρασης που παρεμβαίνει διαλυτικά τόσο στα στεγανά του παραδοσιακού ποιητικού λόγου, όσο και στις κατεστημένες λειτουργίες της εικόνας. Επειδή η ντανταϊστική εκδοχή ενός κόσμου ανάποδα, ενός κόσμου αλλιώς, ισχύει στην Poésie Visuelle, χωρίς, βέβαια, τον «καθεστωτικό» νιχιλισμό του Dada.

Παράλληλα, ένα βασικό χαρακτηριστικό των εκπροσώπων αυτής της έκφρασης είναι η διπολικότητά τους, η διφυΐα τους και επίσης ότι δεν ανήκουν οριστικά ούτε εδώ, ούτε εκεί. Ρέουν (fluxus) από την ποιητικότητα στην εικαστικότητα και τούμπαλιν. Και βέβαια εύκολα απολακτίζονται και από τους μεν και από τους δε «καθεστωτικούς». Απ’ την άλλη, οι οπτικοί ποιητές, αντιδρώντας, οργανώνονται σε ομάδες, σε μικρούς πυρήνες βομβιστών της γλώσσας και δυναμιτιστών της εικόνας.

Τα έργα τους είναι κατά κανόνα μικρά · κρύβονται εύκολα σε τσέπες, φακέλους, βιβλία σαν χειροβομβίδες με περόνη, την résonance corporelle της λέξης, όπως θα ήθελε ο Lyotard ∙ την σωματική της αντήχηση. Τα έργα αυτά δεν χρειάζονται δυνατό φως ή μεγάλες επιφάνειες για να εκτεθούν ιδεολογικοποιώντας έτσι πανηγυρικά την «συνωμοτικότητα» τους, τον επαναστατικό-αριστοκρατικό τους χαρακτήρα. Αυτά για τα έργα, επειδή οι εργάτες τους μερικές φορές κουράζονται και εγκαταλείπουν.

Ο Στάθης Χρυσικόπουλος, και με λογισμό και με όνειρο, ισορροπεί ανάμεσα στην αφηρημένη έννοια και την οπτική της αποτύπωση, επιμένοντας σε εκείνες τις εικόνες που διεκδικούν ποιητικό ήθος και αισθητική αυτάρκεια. Τα έργα του στηρίζονται σε εννοιολογικά παιχνίδια άλλοτε αξιοποιώντας γραφιστικούς τύπους, χρωματικές συγκρούσεις ή ιλουζιονιστικά παράδοξα και άλλοτε προσεγγίζοντας την εκάστοτε τεχνολογία με έναν χειροποίητο, προσωπικό, υποβλητικό τρόπο. Όλη του η παραγωγή συγκροτεί την νοητή γέφυρα που ενώνει τον πολιτισμό της Ιταλίας με τον πολιτισμό της Ελλάδας, τις πρωτοπορίες του ’60 με τις απορίες της μεταμοντέρνας συνθήκης. Πηλίκον όλων αυτών είναι η διαρκής ώσμωση λέξης και εικόνας αλλά και η θεατρική μεταμόρφωσή τους σε ένα οπτικό γεγονός το οποίο συνεχώς μετακυλίει το νόημά του. Το αίνιγμα δίπλα στο θαύμα. Από τις πιο απλές συνθέσεις του ως τα μεγάλα θεατρικά του περιβάλλοντα, ο Στάθης Χρυσικόπουλος έχει σταθερά στο μυαλό του εκείνο τον λόγο που μπορεί να κυοφορεί ποίηση όταν ξεπεραστεί η εργαλειακή του χρήση. Ή αλλιώς ό, τι η κάθε λέξη κρύβει μια εικόνα και είναι εν δυνάμει μια μικρή θάλασσα. Τρικυμισμένη, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια της. 

Η Οπτική Ποίηση, όμως, ως δυνατότητα, παραμένει σήμερα ένα ανοιχτό μοντερνιστικό παράθυρο στην επικράτεια του πλέον νωθρού μεταμοντέρνου στο βασίλειο του συμψηφισμού. Μια ερεθιστική πρόταση για μια διαφορετική ανάγνωση του κόσμου : πλάγια, διακεκομμένη, βουστροφηδόν, παραληρηματική, αποστασιοποιημένη, νηφάλια, πυρετική, διαμπερή. Στις εκφράσεις της Οπτικής Ποίησης συμποσούνται πειράματα που αρχίζουν από τους αρχαίους επιγραμματοποιούς και φθάνουν στους πλέον εξημμένους επαναστάτες της Avant-garde, όπως ο Apollinaire ή ο Marinetti, ο Schwitters ή ο  Khlebnikov, ο Duchamp ή ο Gage, ο Κawara ή ο Kosuth, ο Filliou ή ο Vautier. Στην Ελλάδα η πρώτη Διεθνής Έκθεση Οπτικής Ποίησης διοργανώθηκε το 1981, στην οποία συμμετείχαν και Έλληνες οπτικοί ποιητές. Τα χρόνια που ακολούθησαν διοργανώθηκαν ατομικές και ομαδικές εκθέσεις Οπτικής Ποίησης στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Το 1988 συγκροτήθηκε η ελληνική «Ομάδα Οπτικής Ποίησης». Σε όλες αυτές οι εκδηλώσεις, ο Στάθης Χρυσικόπουλος πρωταγωνίστησε. Το 2003 οργανώθηκε η έκθεση «Εικονο - ΓΡΑΦΕΣ» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και τον τεχνοχώρο «Το Μήλο» ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε το ομότιτλο βιβλίο μου στο οποίο συνοψίζονταν και αποτιμούνταν οι δραστηριότητες της ομάδας.

Τι είναι τελικά η Οπτική Ποίηση ; Θέλετε έναν «διαμπερή» ορισμό ; «Ένα θαυμαστικό και ένα ερωτηματικό για τη γλώσσα · ένα θαυμαστικό, ένα ερωτηματικό και αποσιωπητικά για τη γλώσσα που γίνεται εικόνα».

Η Οπτική Ποίηση, στηριγμένη στον αδαπάνητο θησαυρό της γλώσσας, απομυζά σήμερα παραγωγικότατα τους χυμούς των μεγάλων, πλην ξεθυμασμένων πρωτοποριών, δίνοντας (στις πρωτοπορίες) μια νέα διάσταση : Κυβισμός και collage, dada και σουρεαλισμός, Vertigo και λετριστές, ρωσική πρωτοπορία και Bauhaus, Konkrete Kunst, μινιμαλισμός, Arte Povera, εννοιολογική τέχνη, graffiti κ.ο.κ. Υπό την έννοια αυτή η κουλτούρα και το modus vivendi όλων όσων ασχολούνται με την Οπτική Ποίηση, αντιμετωπίζουν καχύποπτα τα τερατώδη projects ή τις φαραωνικές εκθέσεις, οι οποίες πολλαπλασιάζουν την αμηχανία της εποχής και πλειοδοτούν στην κρίση της έκφρασης γενικότερα. Ο φασισμός του έργου που καταβαραθρώνει το νόημα. Να καταδυθούμε στην ουσία των πραγμάτων. Να βαδίζουμε σαν τον Ορφέα στον Άδη για να φέρουμε πίσω τον έρωτά μας, δηλαδή τη λέξη, το νόημα και να τα συνδυάσουμε με μορφές. Το έχουμε ανάγκη υπαρξιακή.

 

Μάνος Στεφανίδης

Αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ

Διαβάστε επίσης