«Τι ώρα είναι;» μονολόγησα. Κοίταξα από μακριά το ρολόι του σταθμού.
« Αλλοίμονο, το ‘χασα πάλι το τρένο» .
Γυρίζω πίσω και στέκομαι στην ουρά. Σκύβω, δένω δήθεν το παπούτσι μου και σηκώνομαι με το αναμμένο κατοστάρι στο στόμα.
- Απαγορεύεται το τσιγάρο, μου λέει ο μπροστινός μου, σκουπίζοντας τη φέτα από πάνω του. Τι να απαντήσω; Τον κοιτάω στο στόμα. Φυσάω τον καπνό κατευθείαν στα μάτια του.
– Ντροπή, ακούω κάποιον να λέει.
Το ξανακάνω και φυσικά το θύμα, με αίσθηση αηδίας, πετάει την τυρόπιτα κατευθείαν στον κάδο. Γελάω. Υπόσχομαι στον εαυτό μου να μπω στη δίαιτα από αύριο. Τρώω το αλμυρό και μετά αδειάζω το κουτί με τα ληγμένα σοκολατάκια. Πίνω μονορούφι ό,τι αφήνει η κυρία με τις γόβες. Δεν φτάνει. Κοιτώ γύρω μου και ορμώ. Κι όμως πάλι πεινάω. Η αλήθεια είναι ότι έχω παχύνει τελευταία. Όλο λιπαρά και τοξίνες. Σαβουριάζω. Κι έπειτα σκέφτομαι και κείνα τα καλοχτενισμένα παιδιά που τελευταία το παίζουνε κυβέρνηση και μου ‘ρχεται εμετός.
Περνάω απέναντι. Ανοίγω το καπάκι. Είναι πεντακάθαρα. Στα σίγουρα έχω πιάσει το καλύτερο πόστο στην πόλη. Είμαι στο κέντρο και η υπηρεσία καθαριότητας περνάει τρεις φορές την ημέρα. Τα κάνει όλα αγνώριστα. Ακόμη και χλωρίνη ρίχνουν για να μυρίζει άνοιξη, καταμεσής του χειμώνα.
Κάνει κρύο. Φορώ αδιάκοπα διπλές κάλτσες και γενικά δείχνω κινούμενη μάζα. Θα έλεγα κρεμμύδι αλλά με πιάνουν τα κλάματα.. Δεν είμαι ο άνθρωπος για συγκινήσεις εγώ. Αυτό απαιτεί ανέσεις και τούτες τις έχασα όταν πρωτοκοιμήθηκα νύχτα κοντά στην Ακρόπολη. Αντί για το πνεύμα του Διονύσου αντίκρισα το μπάτσο κάποιου κουρεμένου με την ψιλή που μου μίλαγε για την πατρίδα και την θρησκεία.
Αξέχαστη νύχτα. Και είχε πανσέληνο. Τουλάχιστον όσο θυμάμαι, γιατί μετά από τη συνάντηση, βρέθηκα μόνος ξανά στο ράντζο, έξω από τα επείγοντα. Μου φέρθηκαν άψογα. Με ψηλάφισαν από απόσταση και μου έριξαν σπρέι επάνω στο τραύμα. Κάτι για παραμονή μού είπαν, μα εγώ το έσκασα μαζί με τα απορρίμματα που έβγαιναν από την πίσω πόρτα. Κεφάλι πρησμένο και μάτι κλειστό. Ήταν η μέρα που ο αντιπρόεδρος κάτι έλεγε για κοπρίτες. Το άκουσα όταν με ξεφόρτωσαν μαζί με τα υπόλοιπα σκουπίδια. Ήτανε θέμα. Με αυτό σαν απόηχο με πήρε ο ύπνος. Τι άνετα που ήταν!. Ζεστά και να μυρίζει κουζίνα. Κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου. Εκεί έκανα τα χέρια μου φτερά και μετά από γρήγορο τρέξιμο απογειώθηκα. Πέταγα. Όλο και πιο ψηλά. Έφτασα κοντά στον ήλιο. Στοργή και ασφάλεια.
«Εδώ», φώναξα, «αφήστε με για πάντα».
Τι το ’θελα. Εκατοντάδες μικρές μύγες με άκουσαν και μου επιτέθηκαν από παντού. Έκανα ανάποδα πλάνα, τσαλιμάκια στον αέρα, μικρές και μεγάλες στροφές. Τίποτα. Οι αφιλότιμες, όλο και πιο πολλές, όλο και πιο άγριες με κυνηγούσαν παντού. Δεν είχε ο ουρανός τόπο για να κρυφτώ.
Έτσι άρχισε το χαμήλωμα. Στην αρχή κράτησε λίγο. Όσο για να τις πείσω ότι δήθεν καταρρίφθηκα. Ύστερα αναγκάστηκα να πέσω σε ύψος αρκετά και τότε κάτι χάλασε στη μηχανή του ονείρου. Από μακριά είδα το κίτρινο φως ενός περιστρεφόμενου γλόμπου. «Ευτυχώς με είδαν και ετοιμάζονται για τη διάσωση». Θα στήσουν ένα τεράστιο τραμπολίνο και φυσικά, αφού γκελάρω θα απογειωθώ εκ νέου», σκέφτηκα και συνέχισα να χαιρετάω τα ύψη. Και έπεφτα – έπεφτα και οι μύγες μιλιούνια να με ακολουθούν. Με ‘πιασε δύσπνοια.
«Πεθαίνω», ψέλλισα και βράχηκα από την απελπισία μου.
Κοίταξα κάτω και είδα μια χοάνη γεμάτη χρώματα και ένα μαχαίρι που έπεφτε με βάρος πάνω τους.
- Άνθρωπος – άνθρωπος ! άρχισε κάποιος να ουρλιάζει.
Πετάχτηκα όρθιος, είχα σωθεί. Έκανα το σταυρό μου, βγήκα από το απορριμματοφόρο και περπάτησα.
«Σκατογειτονιά», είπα κι αποφάσισα να μεταναστεύσω αλλού.
Από τότε δεν εγκαταλείπω τον κάδο μου. Δεν τον διαπραγματεύομαι με κανέναν και για τίποτα. Βαστάω μαχαίρι στην τσέπη και περιμένω. Περιμένω τον Δαίδαλο να μου φτιάξει φτερά, να φύγω για πάντα, μακριά από τις άτιμες μύγες, που ακόμη με καταδιώκουν.