Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει τα τελευταία 3-4 χρόνια του μνημονίου, για τις ατέλειες και δυσλειτουργίες του δημόσιου τομέα. Παράλληλα, αφέθηκε να κυκλοφορεί στον αέρα μια ακαθόριστη αντιδιαστολή των δημόσιων ατελειών και δυσλειτουργιών σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα στον οποίον δεν υπήρχαν τέτοια συμπτώματα (ή ήσαν εντελώς περιορισμένα).
Αυτό αφορά την περίοδο του 1ου και εν μέρει του 2ου μνημονίου, γιατί από εκεί και ύστερα, άρχισαν όλοι να μιλούν ανοιχτά για έναν σχεδόν «καθαγιασμένο» ιδιωτικό τομέα, έναν «οσιομάρτυρα» της ανάπτυξης, που μπορεί να μας φέρει την απόλυτη ευημερία αλλά δεν τον αφήνουν τα μνημόνια και το κακό δημόσιο.
Επειδή, λοιπόν, καλό το παραμύθι αλλά δεν έχει δράκο, ας βάλουμε μερικά πράγματα στη θέση τους.
Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα δεν είναι ένα σύγχρονο λυχνάρι του Alladin που μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες θα αρχίσει «να βγάζει τζίνια» σέρνοντας το κάρο της ανάπτυξης και της οικονομικής ευημερίας. Αυτό που πραγματικά έγινε στα χρόνια του μνημονίου (πέρα από τη ζημιά της μικρομεσαίας επιχείρησης) ήταν να την «πέσουμε» όλοι στο δημόσιο, να κραυγάζουμε όλοι για τις (υπαρκτές και πραγματικές) ατέλειες και δυσλειτουργίες του και, με την ευκαιρία, να κουκουλώσουμε τα λάθη, τις αστοχίες και τις χρόνιες αρρώστιες του ιδιωτικού τομέα.
Τις ονομάζω αρρώστιες κι όχι παθήσεις ακριβώς για να τονίσω την άμεση ευθύνη του ασθενή για την κατάσταση του. Οι άγγλοι γιατροί (και, σίγουρα, και οι δικοί μας) διαχωρίζουν την έννοια disease από την έννοια illness. Disease (=πάθηση) είναι μια αφύσικη κατάσταση που επηρεάζει έναν οργανισμό, ενώ illness (=ασθένεια) είναι ο τρόπος με τον οποίο βιώνει ο παθών την κατάσταση αυτή. Η πάθηση μπορεί να προκαλέσει αρρώστια, αλλά ο χρόνος εκδήλωσης δεν είναι πάντα προκαθορισμένος, συνεπώς υπάρχουν παθήσεις που γίνονται αντιληπτές μόνον όταν εκδηλωθεί η αρρώστια. Εξ’ άλλου, έχει αποδειχτεί ότι κάποιες φορές η εκδήλωση μιας ασθένειας οδηγεί σταδιακά στη δημιουργία πάθησης αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά. Τέλος, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε και τη διαφορά ανάμεσα στην αντιμετώπιση (treatment) και στη θεραπεία (cure, heal).
Σχεδόν το σύνολο της εμπειρίας μου χτίστηκε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις (ελληνικές και ξένες) τις οποίες γνώρισα από μέσα, είτε σαν εργοδότες είτε σαν πελάτες. Κατά συνέπεια, έχω άποψη και «μετά λόγου γνώσεως» μπορώ να πω ότι η ελληνική πραγματικότητα δεν είναι τόσο ρόδινη όσο θέλουμε να την βλέπουμε. Σέβομαι απόλυτα τις προσπάθειες και τα επιτεύγματα πολλών ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει (ούτε μου απαγορεύει) να πω μερικές αλήθειες.
1. Το ελληνικό επιχειρείν πάσχει από ορισμένες αρρώστιες (άρα, εκδηλώσεις κάποιας πάθησης). Συνηθίσαμε να συζητάμε για κάθε μια από αυτές τις ασθένειες αλλά δεν ακουμπήσαμε ποτέ την πάθηση. Για παράδειγμα, οι περιορισμένες εξαγωγές είναι μια ασθένεια που πηγάζει από την πάθηση της εσωστρέφειας.
2. Τα μέτρα που παίρνουμε (ή που συζητάμε) αφορούν πάντα την αντιμετώπιση κι όχι τη θεραπεία. Για παράδειγμα, ψάχνουμε τρόπους αύξησης του τζίρου των εξαγωγών αλλά δεν αναζητάμε λύσεις στο πρόβλημα της χαμηλής προστιθέμενης αξίας των εξαγώγιμων προϊόντων.
3. Το «επιχειρείν» είναι μια ομαδική προσπάθεια ανθρώπων που πρέπει να έχουν συγκεκριμένες δεξιότητες αλλά και συγκεκριμένο προφίλ. Ασχολούμεθα συνεχώς με την βελτίωση των δεξιοτήτων, αλλά είμαστε απρόθυμοι να δούμε τα κενά και τις ελλείψεις στο απαραίτητο προφίλ. Έτσι, οι περισσότερες επιχειρηματικές προσπάθειες θα φτάσουν σε κάποιο οριακό επίπεδο και θα μείνουν εκεί, χωρίς ουσιαστικές προοπτικές ανέλιξης.
4. Στη ζωή κάθε επιχείρησης υπάρχει ένα σημείο καμπής, μια θεμελιώδης στροφή, που θα την μετασχηματίσει από προσωπική (που αναπόφευκτα ήταν στο ξεκίνημά της) σε απρόσωπη (που, εξ’ ίσου αναπόφευκτα, πρέπει να είναι στη συνέχεια). Αν επιμείνουμε στη διατήρηση των προσωπικών χαρακτηριστικών και των προσωποπαγών μεθόδων, θα οδηγηθούμε στο γνωστό μοντέλο των «μικρών» και «μικρομεσαίων» επιχειρήσεων.
5. Υπήρξαν (και θα υπάρχουν πάντα) αξιόλογες επιχειρηματικές προσπάθειες που ξεκίνησαν με τις καλύτερες προϋποθέσεις να γίνουν σημαντικές και μεγάλες αλλά αυτοπαγιδεύτηκαν από μερικές αδυναμίες τις οποίες δεν θέλησαν (ή δεν μπόρεσαν;) να αντιμετωπίσουν. Οι αδυναμίες έγιναν χρόνιες ασθένειες, σταδιακά οδήγησαν στη δημιουργία πάθησης, με πολύ πιο δύσκολη και αμφίβολη αντιμετώπιση.
Όλα τα παραπάνω αφορούν ενδογενείς παράγοντες της επιχειρηματικότητας, όσο κι αν θέλουν κάποιοι να στρέφονται σε αναζήτηση εξωγενών εχθρών. Υπάρχει, πράγματι, και ο μεγάλος εξωτερικός παράγων του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (οι δημοσιονομικοί κανόνες και οι υποδομές) που συμμετέχει καθοριστικά στη διαμόρφωση της ανταγωνιστικότητας αλλά θα πρέπει πρώτα να δούμε τα εσωτερικά ζητήματα του νοικοκυριού μας και ύστερα να στραφούμε στην «άδικη κοινωνία». Άλλωστε, πιο εύκολα και γρήγορα βελτιώνεις τα του οίκου σου, παρά τις ελλείψεις και ατέλειες του περιβάλλοντος.
Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα, συνήθισε να διαχειρίζεται (άλλοτε επιτυχώς κι άλλοτε όχι) τις ενδογενείς ατέλειες και αδυναμίες του αλλά απέφυγε να κάνει τομές στις παθήσεις του. Αντ’ αυτού, εστίασε την κριτική του στις ελλείψεις και τις αστοχίες του δημοσιονομικού πλαισίου που τον περιβάλει, και φόρτωσε εκεί πολλές από τις καθαρά δίκες του κακοδαιμονίες. Κατά συνέπεια, διαμορφώθηκε ένα επιχειρηματικό τοπίο εντός του οποίου υπάρχουν οι χιλιάδες αγαπημένες μας «μικρομεσαίες» επιχειρήσεις, αυτές οι καημενούλες και τόσο αδικημένες, που είναι οι «σημαντικότεροι τροφοδότες της ελληνικής οικονομίας» και «αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον». Ένας μικρομεσαίος έρωτας, απόλυτα αποδεκτός και δικαιολογημένος.
Είναι πράγματι αγαπημένες, αφού αυτές συντηρούν τόσες ελληνικές οικογένειες. Είναι όντως τροφοδότες της ελληνικής οικονομίας δεδομένου ότι, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, γεμίζουν το τρύπιο πιθάρι των δημόσιων ταμείων. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι καημενούλες επειδή κατέληξαν έτσι από τις επιλογές τους, και αδικημένες επειδή τις αδικούν οι τομές που δεν έκαναν και οι αποφάσεις που δεν πήραν. Όσο για το «απόλυτα εχθρικό περιβάλλον», αυτό μοιάζει με την κατοχή της χώρας από το 1453 ως το 1821.
Κλήρος και λαός βρήκαν ένα modus vivendi που κράτησε πάνω από 300 χρονιά, κι ένα modus operandi σε ένα, κατά τα άλλα, εχθρικό περιβάλλον.
Ο μικρομεσαίος μας έρωτας θα μπορούσε να γίνει μεγάλος ή να πεθάνει. Όπως συμβαίνει με όλους τους έρωτες, για την τύχη του αποφασίζουν αποκλειστικά οι ερωτευμένοι και ποτέ το περιβάλλον. Κι επειδή κάθε ισχυρισμός πρέπει να υποστηρίζεται από επιχειρήματα αλλά το θέμα που ανοίξαμε είναι μεγάλο, ας αρχίσουμε την τεκμηρίωση της κάθε άποψης στο επόμενο κείμενο.
* Στέλεχος Επιχειρήσεων