Πάνω που μάδαγα την μαργαρίτα και δεν μου έβγαινε, άρχισα ν’ απελπίζομαι. Σηκώθηκα, πήρα την κατηφόρα και έφτασα πρώτος στην πλατεία. Αμέσως μετά με ακολούθησε ο ίσκιος μου. Φλαπ! κολλήσαμε πριν το περίπτερο και αποφασίσαμε να σταθούμε μπροστά στις φυλλάδες.
Μνημόνιο ή καταγγελία; Δεν υπήρχε λουλούδι για δείγμα και έτσι το τσίπουρο ήταν βάλσαμο. Μετά το τρίτο άρχισαν οι έντονες συζητήσεις και στο πέμπτο έγιναν ακόμη πιο προσωπικές. Αγαπηθήκαμε. Ο Ευρωπαίος με τον Έλληνα και ο δεξιός με τον αριστερό ψάλτη. Κάτι τα κεφτεδάκια, κάτι η σαρδέλα η παστή, όλα καλά και ύστερα από την επικοινωνία, βρέθηκα σπίτι μεσημέρι και με καυτό ήλιο στο πρόσωπο. Χάθηκα λοιπόν για κάμποσο και εκεί που άκουγα νερά να κελαρύζουν και κότσυφες να λαλούν, είδα τον καπετάνιο αρματωμένο και πίσω του ασκέρι ολόκληρο.
- Πού πάτε παλικάρια;
- Πάμε για να πατήσουμε την Τριπολιτσά, μου είπαν με μία φωνή.
Δεν ήταν μακριά. Φόρεσα σαγιονάρες, πήρα και μια αξίνα στον ώμο και κίνησα. Πηγαίναμε λοιπόν δρόμο πολύ και κάποτε κάτσαμε σε ένα κορφοβούνι. Τι θέα! Κάμποι και βουνά και στο βάθος το μπλε της θάλασσας!
- Έχει κύμα, μου είπε ο διπλανός μου. Κοίτα τα προβατάκια στο πέλαγο. Έρχονται από την δύση.
Τα είδα και έγνεψα με κατάφαση. Σκέφτηκα τους ναυτικούς και τις βαρκούλες, μα προτού αρχίσω να πέφτω στη διάθεση, άκουσα την προσταγή και συνέχισα πορευόμενος ανατολικά. Λίγο πριν φτάσουμε στην πόλη, μας μοίρασαν σάντουιτς και αναψυκτικά. Φάγαμε στο πόδι και τούτο μου δημιούργησε πονόκοιλο. Με μια – δύο στροφές όμως επέρασε. Στην τρίτη ησύχασα και έτσι δεν ολοκληρώθηκε ο καλαματιανός που έσυραν οι συμπολεμιστές μου.
Στην συνέχεια, με απόλυτη ησυχία και περίσκεψη, οδηγηθήκαμε στα ταμπούρια. Έπεσε νύχτα. Ανάψαμε φωτιές και άρχισαν τα τραγούδια και τα ψησίματα. Πείναγα. Τα κρεατοσφαιρίδια και η σαρδέλα του μεσημεριού δεν είχαν αποτέλεσμα. Κοίταγα το αρνί στη σούβλα και από τη σιελόρροια άρχισα να ψάχνω για μπροστέλα. Άκαρπο. Πουθενά. Να σηκωθώ να ανοίξω το ντουλάπι˙ αυτό κι αν ήταν καταστροφή. Θα μ’ έβλεπαν οι οχτροί κι επιπλέον θα ξαναγύριζα με την επιστροφή μου στο συγκεκριμένο επεισόδιο; Αψήφησα το βρέξιμο και συνέχισα να είμαι μάχιμος. Πήρα ένα μπούτι και άρχισα να μασουλάω λαίμαργα. Έφαγα, έφαγα μέχρι σκασμού και ύστερα κάθισα να χωνέψω. Ο καπετάνιος, από παρέα σε παρέα και από σούβλα σε σούβλα, έδειχνε οικοδεσπότης στο πάρτι και χαρούμενος. Μόλις ζύγωσε κοντά μου πήρα το θάρρος και τον ρώτησα:
- Τι βλέπεις Θοδωράκη;
Με μάτια να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι και κείνη την περικεφαλαία, που θύμιζε αρχαίο, μου έριξε ματιά και μου έδωσε γουλιά από το μπρίκι του. Θεσπέσιο, μα λίγο ξινό. Δεν πήρα πάνω από γουλιά γιατί φοβήθηκα την αναρρόφηση.
- Πιες σαν να είναι τελευταία φορά , μου είπε.
- Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, του απάντησα και κείνος γέλασε.
- Θα σε δω το πρωί, λάλησε και άφησε την αύρα πίσω του.
Αυτή μου χάιδεψε το πρόσωπο και σκέφτηκα πως έπρεπε να κλείσω το τζάμι. Πού να σηκώνομαι όμως; Καλοκαιράκι πια, δικαιολογείται. Γύρισα πλευρό και τότε βρέθηκα με τον Νικηταρά κατάφατσα. Κράταγε ένα τσιμπούκι τεράστιο και κοίταγε πέρα μακριά τα φώτα.
- Θα νικήσουμε αύριο κι εκείνη η πόλη θα γίνει δική μας, του είπα με στόμφο.
- Ναι και ύστερα θα πάμε για σουβλάκια στους Μύλους, μου τόνισε.
Άρχισε να έχει κατεβατό. Κουλουριάστηκα και προσπάθησα ν’ αποφύγω το κρύο. Στην απελπισία εμφανίστηκε η γυναίκα μου. Είχε έρθει με κάμποσες άλλες με μουλάρια φορτωμένα με παντανίες. Μου έριξε μια και ένοιωσα καλύτερα.
- Φύγε, τής είπα με τρόπο. Εδώ θα γίνει πόλεμος. Πάρε και τα παιδιά μαζί σου.
Μου έδειξε ένα ομαδικό διαβατήριο και ένα μασούρι με δολάρια.
- Θα πάμε στη θεία στην Αυστραλία μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Ησύχασα. Θα έχουνε μέλλον. Με το που έφυγε, έπεσα σε σκέψεις. Όλα γύρω από τον θάνατο. Λίγο προτού χαράξει είχα τη λύση. Ανέβηκα πάνω στο βράχο και φώναξα:
- Με ακούτε ρε ξένοι;
- Σε ακούμε, μου απάντησαν από απέναντι. Τι αποφάσισες ρε; Θα έρθεις σαν φίλος στα κάτεργα;
Τα έχασα. Τέτοια ανταπόκριση άμεση;
- Τι κράζεις μωρέ; μου λέει ο καπετάνιος. Κι εκεί να πας κι εδώ να κάτσεις, ο χάρος στην έχει φυλαγμένη…
Το ‘ξερα. Δεν την γλυτώνω. Τι το ‘θελα τόσο πιοτό και τόσο φαί; Αφού δεν το σηκώνει η φύση μου. Βόγκηξα. Έκανα ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Έπεσα πάνω στον ίσκιο μου και κείνος εφώναξε:
- Διάλεξε ρε, τις αλυσίδες στα πόδια ή το σπαθί στο χέρι;
Το σήκωσα και ανέμισα ελεύθερος ελπίδες. Χυθήκαν αυτές και έγιναν άνεμος. Η πόλη επάρθη και εγώ σηκώθηκα με το τσαπί στο χέρι. Δεν είχα άλλα περιθώρια. Έπρεπε να φυτέψω, για να έχουμε να φάμε. Ο ιδρώτας μου πήρε άρωμα από την γη κι εκείνη μου υποσχέθηκε να βλαστήσει.
Τι βλέπεις Θοδωράκη;
του δημητρη γ. μαγριπλη
16|02|2016 | 11:42
Πολιτισμός