Η φάρσα των 200 δισ.

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Από την στιγμή που οι απογοητευμένοι του ΠΑΣΟΚ του 2010 κατάλαβαν ότι το «λεφτά υπάρχουν» του κ. Γ. Α. Παπανδρέου ήταν σύνθημα χωρίς υλικό αντίκρυσμα, ήσαν αυτοί που άνοιγαν τον δρόμο της εξουσίας στον κ. Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, σε πρώτη φάση, η στροφή αυτή φάνηκε στις εκλογές του Μαΐου 2012 και επιβεβαιώθηκε στις νέες εκλογές του Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, με το κόμμα του σημερινού πρωθυπουργού να γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση.

Έχοντας απέναντί του τον κυβερνητικό συνασπισμό των δύο μεγάλων κομμάτων του μεταπολιτευτικού δικομματικού συστήματος, ο κ. Αλέξης Τσίπρας πίστεψε στο θαύμα –συνειδητοποίησε, δηλαδή, ότι μπορούσε να ανέλθει στην εξουσία, σε χρόνο μηδέν για ένα κόμμα που το 2009 δεν εκπροσωπούσε πάνω από το 5% του εκλογικού σώματος. Υποσχόμενος έτσι τα πάντα στους πάντες και λαϊκίζοντας χωρίς φραγμό και αιδώ, κατάφερε υπό συνθήκες ανευθυνότητας και παντελούς άγνοιας της πραγματικότητας, να ανέλθει στην εξουσία με κυβερνητικό εταίρο την εθνικο-λαϊκιστική δεξιά.

Από το σημείο αυτό και μετά, όπως αποκαλύπτεται σήμερα, η χώρα έπεσε θύμα μίας κακόγουστης φάρσας που τελικά θα τής κοστίσει περί τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά και κάποιες παράπλευρες απώλειες, όπως για παράδειγμα την φυγή από την χώρα 300.000 επιστημόνων και 60.000 επιχειρήσεων. Ενδεχομένως δε, η Ελλάδα θα υποστεί και πολιτιστική συντριβή, από την στιγμή που εντελώς απροετοίμαστη και αδιάφορη βρέθηκε αντιμέτωπη με την ηφαιστειακή έκρηξη του προσφυγικού/μεταναστευτικού –η οποία δεν αποκλείεται να περιπλέξει πολύ την θέση μας στην Ευρώπη.

Όμως, όπως προκύπτει από τα γεγονότα και άρα τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το πρόβλημα με τους επαναστάτες του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι υποσχέθηκαν ένα είδος βαριά επιδοτούμενης ρήξης. Δήλωναν έτοιμοι να αναμετρηθούν με το οικονομικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης και να κηρύξουν τον οικονομικό και πολιτικό πόλεμο στο Βερολίνο, δίνοντας ταυτόχρονα υποσχέσεις στους ψηφοφόρους για άμεση βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης.

Όπως μάς είπε προσφάτως στο Στρασβούργο ο ευρωβουλευτής κ. Γιώργος Κύρτσος, «εάν υποθέσουμε ότι ο κ. Τσίπρας ανήκε, μαζί με την κυρία Κωνσταντοπούλου, τον κ. Βαρουφάκη, τον κ. Γλέζο και τον κ. Λαφαζάνη, σε ένα είδος επαναστατικής πρωτοπορίας, θα προειδοποιούσαν τον λαό για το κόστος της μεγάλης αναμέτρησης. Ήταν φανερό ότι ο συσχετισμός δυνάμεων δεν ευνοούσε την Ελλάδα, μία υπερχρεωμένη χώρα με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, πλήρως εξαρτημένη από τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές της. Στο όνομα της κατοχύρωσης της εθνικής ανεξαρτησίας και της σύγκρουσης με τους ισχυρούς της ΕΕ και του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, είχαν υποχρέωση να εξηγήσουν σε όσους τους εμπιστεύτηκαν ότι θα έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον δέκα εξαιρετικά δύσκολα χρόνια για να προετοιμαστεί ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές.

»Εάν βέβαια ο κ. Τσίπρας και οι σύντροφοί του έλεγαν την αλήθεια στον λαό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έμενε κολλημένος στο 5%, χωρίς σοβαρές πιθανότητες να διεκδικήσει την εξουσία. Οι τρίτης κατηγορίας επαναστάτες επέλεξαν τον δρόμο του λαϊκισμού, υποσχόμενοι τα πάντα στους πάντες, όπως το θέλει η κακή παράδοση του «παλιού» ΠΑΣΟΚ και της λαϊκιστικής πτέρυγας της ΝΔ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε αυτές ακριβώς τις δυνάμεις στηρίχτηκε η πολιτική προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και γι αυτό καταλαμβάνουν οι εκπρόσωποί τους το ένα τρίτο των θέσεων του υπουργικού συμβουλίου. Η επαναστατική περίοδος του κ. Τσίπρα έληξε με την αποπομπή του κ. Βαρουφάκη από την κυβέρνηση, το εντυπωσιακό άδειασμα της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ και των πιο γνωστών εκπροσώπων της και την υπογραφή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου,το οποίο θα διαρκέσει μέχρι τον Αύγουστο 2018».

Αξιολογώντας τις επαναστατικές επιδόσεις του κ. Τσίπρα μπορούμε να πούμε ότι ήταν όλες κάτω από την βάση, με εξαίρεση φυσικά την άνοδο στην εξουσία μιας ομάδας κομματικών παραγόντων, του περιβάλλοντός τους και των ετερόκλητων πολιτικών συμμάχων τους. Και το κόστος αυτής της πρωτοφανούς πολιτικής φάρσας θα πληρωθεί πανάκριβα από τους πολίτες αυτής της χώρας, στην οποία η μόνη μέριμνα της πολιτικής της εξουσίας είναι η επιβίωση του πελατειακού κράτους.

         

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης