Οι τιμές του πετρελαίου φέτος θα διαμορφωθούν κατά μέσο όρο σε επίπεδα μόλις πάνω από τα 40 δολάρια, σύμφωνα με έρευνα του Reuters, σε μια πρόβλεψη που σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη πτώση στις μηνιαίες εκτιμήσεις εδώ και ένα χρόνο, καθώς το ιρανικό πετρέλαιο έρχεται να προστεθεί σε μια ήδη κορεσμένη παγκόσμια αγορά.
Σύμφωνα με την έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 29 οικονομολόγοι και αναλυτές, το πετρέλαιο μπρεντ αναμένεται κατά μέσο όρο να διαμορφωθεί στα 42,5 δολάρια το βαρέλι, κατά 10 δολάρια χαμηλότερα σε σχέση με την έρευνα του περασμένου μήνα.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση που καταγράφεται στις μηνιαίες έρευνες από τον περασμένο Ιανουάριο και η 18η κατά σειρά έρευνα του Reuters στην οποία οι αναλυτές υποβάθμισαν τις προβλέψεις τους.
Το αργό μπρεντ, που πέρυσι διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο περίπου στα 54 δολάρια το βαρέλι, έχει υποχωρήσει σχεδόν κατά 9% από τις αρχές του έτους, με την τιμή του να έχει κυριολεκτικά καταρρεύσει από τα επίπεδα των 115 δολαρίων τον Ιούνιο του 2014.
Η έρευνα προβλέπει ότι το αμερικανικό αργό θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στα 41 δολάρια το βαρέλι φέτος συγκριτικά με περίπου 49 δολάρια πέρυσι.
Οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν αυτόν τον μήνα κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι, στο χαμηλότερο επίπεδό τους από το 2003, υπό την πίεση των αυξανόμενων ανησυχιών για την αδυναμία της ζήτησης να ευθυγραμμιστεί με την προσφορά και την περιορισμένη πιθανότητα οι μεγαλύτεροι παραγωγοί του κόσμου να συμφωνήσουν σε μείωση της παραγωγής.
«Το πιο άμεσο ζήτημα για την αγορά θα είναι πόσο πετρέλαιο θα φέρει πίσω στην αγορά το Ιράν», σχολίασε αναλυτής της Capital Economics. «Μια σημαντική διαφορά στην ιρανική παραγωγή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση αναμένεται να έχει αντίκτυπο στις τιμές».
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν ίσως αποτρέψουν την επίτευξη μιας συμφωνίας εντός του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) για μείωση της παραγωγής.
Η παραγωγή από το δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό του ΟΠΕΚ, το Ιράκ, η οποία έχει φθάσει σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ, καθώς και η εισροή ιρανικού αργού στην αγορά μετά την άρση των κυρώσεων της Δύσης σε βάρος της Τεχεράνης έχουν ενισχύσει τις ανησυχίες ότι ακόμα και αν αυξηθεί η ζήτηση δεν θα είναι επαρκής για να απορροφήσει την επιπλέον προσφορά.