Μια μεταρρύθμιση που χρωστάμε στον εαυτό μας

Του Γιώργου Κανέλλη*

Το ασφαλιστικό σχέδιο που παρουσίασε δημόσια ο υπουργός Εργασίας κ. Κατρούγκαλος αφορά το δυσκολότερο ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει αυτή η Βουλή. Το Ασφαλιστικό είναι πράγματι επώδυνο πρόβλημα, αλλά τα περιθώρια αναβολών, που μας κόστισαν περίπου το μισό χρέος, έχουν εξαντληθεί. Είτε το λέει η τρόικα είτε όχι, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισοδυναμεί με επιλογή μεταξύ ανάκαμψης και σήψης, επομένως χρειάζεται να γίνει έτσι, ώστε να συνδυάζει  αντοχή σε βάθος χρόνου και κοινωνική δικαιοσύνη.

Η πρώτη παρατήρηση επί του σχεδίου Κατρούγκαλου είναι η μη παρουσίαση –ως  όφειλε- μαζί με το σχέδιο, των αναλογιστικών μελετών (της Επιτροπής «σοφών» και όποιας άλλης) που το Υπουργείο Εργασίας έλαβε υπόψη.  Όχι τυχαίο σφάλμα, αλλά ένδειξη, για μια ακόμη φορά, ότι στο μυαλό των ιθυνόντων της κυβέρνησης, ενδιαφέρει πολύ η επικοινωνιακή πλευρά και η εκλογική επίπτωση επί των ιδίων και λιγότερο το μακροχρόνιο δημόσιο συμφέρον ή ο σεβασμός των δημοκρατικών αρχών και των επιστημονικών απαιτήσεων.

Περιορισμένες μειώσεις ή αύξηση εισφορών;

Είναι και οικονομικά και από άποψη δικαιοσύνης ορθότερο και προοδευτικότερο, αντί της υφεσιακής και αντιαναπτυξιακής αύξησης εισφορών από τα ήδη ψηλά επίπεδα που βρίσκονται,  να γίνουν κλιμακωτές μειώσεις (μεγαλύτερες ποσοστιαία στις  μεγαλύτερες συντάξεις)  και στις σήμερα καταβαλλόμενες συντάξεις. Έχουν δημοσιευθεί υπολογισμοί ότι ο μνημονιακός  στόχος για κάλυψη του υπολογιζόμενουχρηματοδοτικού  κενού των 1,8 δις, μπορεί να καλυφθεί με μειώσεις που να μην υπερβούν για κανένα, ένα μονοψήφιο ποσοστό.

Είναι ορατή η προσπάθεια –που είναι άκρως αμφίβολο αν θα φτάσει μέχρι τέλους, δεδομένου ότι η κ. Βελκουλέσκου δεν φαίνεται να μασάει- να φανεί ότι δεν κόβουμε (κατά τις υποσχέσεις) τις συντάξεις τώρα, αλλά μεταθέτουμε το βάρος των  αναπόφευκτων μειώσεων για το μετά από τριετία διάστημα. Έτσι όμως παραβιάζεται η ανάγκη διαχρονικά ίσης μεταχείρισης, και μακροχρόνιας ρύθμισης (όχι μετά από 5-6 χρόνια να θέλουμε πάλι επώδυνες αλλαγές).

Το κυρίως θετικό του σχεδίου

Το πλέον σημαντικό θετικό στοιχείο της πρότασης είναι η θεσμοθέτηση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Πρόκειται για αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού του συστήματος, που οδηγεί  σε μείωση των ανισοτήτων και επίσης μείωση του κόστους λειτουργίας. Είναι μεταρρύθμιση πραγματικά προοδευτική γιατί βγάζει από την μέση τον κυριότερο λόγο της διαιώνισης ανισοτήτων και προνομίων και έμμεσης ιδιοποίησης δημοσίων πόρων,  με εργαλείο την σχετική ισχύ κάθε κλάδου στους κρατικούς θεσμούς.

Όχι προνομιακές εξαιρέσεις

 Στο άρθρο 1, παρ 3, όμως,  γίνεται –και πρέπει να μην περάσει- προσπάθεια διατήρησης του προνομιακού καθεστώτος των υπαλλήλων της Βουλής και με επιφύλαξη της σχετικής με αυτούς ρύθμισης για να γίνει από τον Κανονισμό της Βουλής και προπαντός με αποφυγή στη διατύπωση που τους αφορά της πρόβλεψης «κατά όμοιο τρόπο» που χρησιμοποιείται για τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους. Θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως  άφεση περιθωρίων για ένα συλλογικό ρουσφέτι, στην πιο εξόφθαλμα και άδικα κάτοχο προνομίων μερίδα δημοσίων υπαλλήλων. Θα ανέμενε κανείς από μια κυβέρνηση που δηλώνει αριστερή να μην διαφυλάσσει την ιδιαίτερη μεταχείριση των κατ’ εξοχήν πελατειακά προσληφθέντων από τους προηγούμενους.

Αντιθέτως, αν μια  -και μόνη- κατηγορία εργαζομένων θα μπορούσε και θα έπρεπε να διατηρήσει χωριστά το ταμείο της αυτή θα έπρεπε να είναι η κατηγορία των υπαγομένων στο Ν.Α.Τ. με ξεκαθάρισμα μάλιστα από τους αλεξιπτωτιστές και επαναφορά, με αυστηρές ρυθμίσεις, των προϋποθέσεων εκείνων (μέτρα καταβολής εισφορών κλπ) που έκαναν το ΝΑΤ στυλοβάτη της απασχόλησης στην όντως  σκληρή και ιδιάζουσα δουλειά του ναυτικού.

Η Εθνική σύνταξη

 Καταρχάς θετική είναι (αρ. 13) η καθιέρωση  της «Εθνικής σύνταξης». Στην γενική της μορφή τίθεται η προϋπόθεση της 15ετούς  νόμιμης διαμονής για να ληφθεί και πρόσθετο ανταποδοτικό τμήμα για τα έτη εισφορών, που πρέπει να είναι πάνω από 15.  Όμως για την κατηγορία των εχόντων (μελλοντικά, οι σημερινοί διατηρούν τη σύνταξη ανασφαλίστου) την ηλικία των 67 ετών αλλά όχι και 15 έτη εισφορών, δηλαδή για τους μακροχρόνια άνεργους ή ακόμη χειρότερα, όσους εργάστηκαν μεν αλλά δεν τους κολλούσαν ένσημα ή όλα τα ένσημα, δηλαδή για τους φτωχότερους αντί για την βασική εθνική σύνταξη, το σχέδιο προτείνει μόνο το συμπληρωματικό Επίδομα Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων (από 20 μέχρι 360 Ευρώ). Χειροτερεύοντας τα πράγματα γι’ αυτούς, έναντι του ασφαλιστικού νόμου του 2010, δεν προβλέπει ανταποδοτικό τμήμα για 5 ή 10 έτη, που μπορεί να έχουν, όπως προβλέπεται βάσει αυτού τώρα. Πρόκειται για σοβαρή οπισθοδρόμηση που χτυπάει όχι τεμπέληδες βεβαίως, αλλά όσους δεν θα μπορέσουν να συμπληρώσουν 15 χρόνια ένσημα.

Ορθή είναι επίσης, από άποψη βιωσιμότητας αλλά και δικαιοσύνης, αν και όχι δημοφιλής, η πρόβλεψη να λαμβάνεται υπόψη όλη η εργασιακή ζωή του εργαζομένου και όχι η καλύτερη πενταετία.

Ασάφεια για τους φόρους υπέρ τρίτων

Στην πρόταση, δεν τίθεται με ένα σαφή τρόπο το θέμα των κραυγαλέων ανισοτήτων και προνομίων που υπάρχουν σήμερα υπέρ των επαγγελμάτων με ισχυρή ισχύ διαπραγμάτευσης (εκβιασμού του κοινωνικού συνόλου θα ήταν μια ακριβέστερη διατύπωση), τα οποία φαίνεται να διατηρούνται.  Εδώ εμπίπτουν οι φόροι υπέρ τρίτων («κοινωνικούς πόρους» τους ονόμαζε γλυκά ο κατά δήλωσή του αριστερός Στρατούλης) και τα προνομιακά ασφαλιστικά καθεστώτα κάποιων ΔΕΚΟ με πιο κραυγαλέα περίπτωση αυτήν της ΔΕΗ (και ΟΤΕ).

 Το κράτος που υποτίθεται ότι υπόκειται στην συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, επιδοτεί (μέχρι σήμερα) με 600 εκατομμύρια ετησίως, ήτοι κατά μέσο όρο με  κάπου 15.000 κατά κεφαλή) τους υπαλλήλους της ΔΕΗ, γιατί κάποτε έγινε παραχώρηση στην ΔΕΗ των αποθεματικών τους. Εν τω μεταξύ έχουμε ήδη ΟΛΟΙ καταβάλλει στο διάστημα της περίπου 15ετίας  που πέρασε ποσό μεγαλύτερο από την όλη αξία της ΔΕΗ. Προνόμιο απολύτως σκανδαλώδες, βαριά κοινωνικά άδικο και αντισυνταγματικό και δυστυχώς μόνο ορισμένοι φιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν βρει το πολιτικό θάρρος να μιλήσουν γι΄αυτό και την ανάγκη να παύσει να υπάρχει. Το ίδιο ισχύει και για τους φόρους υπέρ τρίτων, που ανέρχονταισε δεκάδες, με διάφορα ονόματα, τέλη, αγγελιόσημα και άλλα ευφάνταστα  και αφορούν τα γνωστά σε όλους ισχυρά επαγγέλματα.  Είναι βαρύτατα άδικοι, διότι όλοι, και οι πλέον φτωχοί, αναγκάζονται πχ όταν κάνουν ένα συμβόλαιο να τους πληρώνουν. Δηλαδή, άλλος πληρώνει άλλος εισπράττει την παχυλή επικουρική.

  Η ενοποίηση των Ταμείων στον ΕΦΚΑ, θεμελιώδες,  όπως προαναφέρθηκε, θετικό του σχεδίου (αν δεν το χτυπήσουν τα ρετιρέ – ήδη άρχισαν τα απεργιακά όργανα με πρώτους τους δικηγόρους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν άδικο σε άλλα σημεία) δίνει άραγε απάντηση στο θέμα των φόρων υπέρ τρίτων;  Θεωρητικά η άρση των φόρων αυτών (με όποια ονόματα, τέλη κλπ) λογικάπρέπει να αναμένεται να επέλθει ως έμμεσο αποτέλεσμα της ενοποίησης των ταμείων στο πλαίσιο του ΕΦΚΑ. Χρειάζεται όμως σαφής ρύθμιση που είτε θα καταργεί ρητά τους πόρους που με την μορφή φόρων υπέρ τρίτων εισέπρατταν τα ενσωματωνόμενα  από δω και πέρα στον ΕΦΚΑ επαγγελματικά ταμεία, είτε θα ορίζει ρητά ότι αυτοί οι πόροι είναι υπέρ των γενικών σκοπών του ΕΦΚΑ . Σαφώς προτιμότερο το πρώτο. Και βέβαια χρειάζεται η πρόταση ενοποίησης να επιβιώσει ως το τέλος.

Επιδότηση συντάξεων – ίση μεταχείριση

Όσον αφορά το ζήτημα της επιδότησης των συντάξεων, αναπόφευκτο μετά την –ορθής από την σκοπιά του κοινωνικού κράτους- υιοθέτηση της αρχής της εγγύησης των συντάξεων από το κράτος, απαραίτητη είναι μια ρητή ρύθμιση που να προβλέπει επιδότηση ΙΣΗ και μια και μόνη φορά (για μια σύνταξη – αυτό προβλέπεται) για όλους τους Έλληνες. Από κει και πέρα όποιος κατέβαλε περισσότερες εισφορές δίκαιο και αναπτυξιακό είναι να πάρει κατ’ ανάλογο τρόπο περισσότερα.

Σχετικά με το ζήτημα των εφάπαξ παροχών, η αρχή του μηδενικού ελλείμματος όχι μόνο δεν είναι για «αγώνα» προκειμένου να καταργηθεί, αλλά είναι αυτονόητη από την σκοπιά της διαχρονικά νοούμενης  δικαιοσύνης.   Δεν είναι ανεκτό, να ισχύσει στην πράξη, το όποιος προλάβει πληρώνεται, οι άλλοι πάρτε τροφή για όνειρα.

Μεταρρύθμιση που χρωστάμε στον εαυτό μας

Εν τέλει, η πρόταση Κατρούγκαλου, κινείται σε ορθή κατεύθυνση, είναι βάση για συζήτηση και στο επιστημονικό και στο πολιτικό επίπεδο,οι ελλείψεις της όμως, ιδίως σε ότι αφορά την αναλογιστική θεμελίωση ή την διατήρηση εξαιρέσεων δεν είναι ανεκτές από τη σκοπιά της βιωσιμότητας και της ισοπολιτείας, επομένως είναι ανάγκη να δοθεί μάχη στη Βουλή για να διορθωθούν.  Είναι ακόμη ανάγκη, και η ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι μεγαλύτερη γι’ αυτό, η συζήτηση να γίνει με στοιχεία, χαμηλούς τόνους και μακριά από λογικές προπαγάνδας.

Και βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ασφαλιστικό δεν είναι μόνο υπόθεση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.  Ο εκτοπισμός από την πρώτη θέση του ενδιαφέροντος της μέριμνας για την επικοινωνιακή πλευρά, η αποφυγή θεατρικών  «διαπραγματεύσεων» που τόσο ακριβά πληρώσαμε, η αξιοκρατία στο Δημόσιο με παράλληλο περιορισμό των μη αναγκαίων φορέων του, η ολοκλήρωση των συμφωνημένων ιδιωτικοποιήσεων, γενικά η δημιουργία κλίματος σταθερότητας, είναι όροι για την άρση της οικονομικής αβεβαιότητας και επομένως για την ομαλή, δηλαδή από την παραγωγή και όχι από δανεισμό χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.

Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν πρέπει να γίνει γιατί το απαιτεί το μνημόνιο. Γίνεται γιατί, αλλιώς,  η κατάρρευση του συστήματος είναι θέμα ελαχίστων ετών. Είναι η κυριότερη αλλαγή «που χρωστάμε στον εαυτό μας».

 

* Αντιπρόεδρος του περιφερειακού συμβουλίου Δυτ. Ελλάδας.

Διαβάστε επίσης