Ο νεοφιλελευθερισμός ως άλλοθι του αντιμητσοτακισμού

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Γνωρίζετε ποιος είναι ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας»; Τον περιγράφει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μίχελς ο οποίος τονίζει ότι «η εσωτερική λογική που διέπει τις ολιγαρχίες και, στην πράξη, όλες τις ιεραρχικές οργανώσεις είναι η αναπαραγωγή του εαυτού τους, όχι μόνον όταν η ίδια ομάδα παραμένει στην εξουσία αλλά ακόμα και όταν μία άλλη ομάδα, διαφορετική, θέτει την εξουσία υπό τον έλεγχό της».

Βέβαια, όπως παρατηρεί ο καθηγητής Ντάρον Ατσέμογλου αυτό που ο Ρ.Μίχελς ενδεχομένως δεν έλαβε υπ’ όψη του ήταν το σχόλιο του Καρλ Μαρξ ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά ως τραγωδία, την δεύτερη ως φάρσα.

Από την μεταπολίτευση και μετά, η Ελλάδα κυβερνάται από μία πολιτική ολιγαρχία η οποία, αφού απηλλάγη της βασιλείας, δημιούργησε ένα δικό της κλειστό καθεστώς στο οποίο κυριαρχούν τρεις με τέσσερις πολιτικές οικογένειες που δεν έχουν και κανέναν λόγο να κάνουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση που αυτές θα υπονόμευαν το status quo.

Ο ιδρυτής του καθεστώτος αυτού, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαλε, πολύ ορθά, την χώρα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα για εθνικούς αλλά και συμφεροντολογικούς λόγους και, πολύ σωστά, φρόντισε να αποχωρήσει από την εξουσία και να φορτώσει σε άλλους συμφωνίες που ο ίδιος είχε υπογράψει! Με άλλα λόγια, ο τότε πρωθυπουργός είναι γνωστό ότι δύσκολα θα εφάρμοζε την περίφημη Συνθήκη της Ρώμης, πρώτον, γιατί θεσμικά, οργανωτικά και οικονομικά η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο και, δεύτερον, δεν τού πήγαινε πολύ ο ρόλος του μεταρρυθμιστή. Έτσι, παρέδωσε την χώρα στον ευφυέστατο δημαγωγό και χαρισματικό Ανδρέα Παπανδρέου, αφού προηγουμένως είχε κρατικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα και δημιουργήσει όλες τις δυνατότητες για την κυριαρχία της αριστεράς στην παιδεία.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνωρίζοντας ότι η είσοδος στην ΕΟΚ σήμαινε για την Ελλάδα επιδοτήσεις και εγγυήσεις για άκρατο δανεισμό, μακιαβελικός όπως ήταν έβριζε στο εσωτερικό Ευρώπη και Ευρωπαίους και, από την άλλη, εισέπραττε άφθονο κοινοτικό χρήμα και δάνεια που μοίραζε στους «μη προνομιούχους», ήτοι τους ψηφοφόρους του. Έτσι, στην πρώτη πασοκική περίοδο η Ελλάδα δέχθηκε από την Κοινότητα 86 δισεκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεις, δεν έκανε καμμία θεσμική αλλαγή και εκτίναξε το δημόσιο χρέος της από 26% του ΑΕΠ το 1981, σε 86% το 1989.

Στο ίδιο διάστημα, η Νέα Δημοκρατία γνώριζε συνεχώς εσωτερικές κρίσεις οι οποίες οφείλονταν στις συγκρούσεις φιλελεύθερων στελεχών της με αντίστοιχα ακροδεξιά και καραμανλικά. Επί της ουσίας, η σύγκρουση αυτή συνίστατο στην άρνηση μέρους της κομματικής ιεραρχίας της ΝΔ να απελευθερώσει την χώρα από τον κρατισμό και την πελατειακή του διάσταση και στην προσπάθεια της άλλης πλευράς να τηρεί η χώρα τις ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις και να τιμά την υπογραφή της.

Επισημαίνουμε ότι, 35 έτη μετά την είσοδό της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η Ελλάδα είναι τελευταία στην εισαγωγή της κοινοτικής εννόμου τάξεως στο εσωτερικό της. Σήμερα αποδεικνύεται ότι την έχουν αφήσει πίσω ακόμα και οι χώρες που εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση προ δωδεκαετίας(!!!), όπως η Κυπριακή Δημοκρατία για παράδειγμα.

Υπογραμμίζουμε επίσης ότι υπουργοί όπως οι Στέφανος Μάνος (ΝΔ), Αλέκος Παπαδόπουλος (ΠΑΣΟΚ), Μιχάλης Σταθόπουλος (ΠΑΣΟΚ), Μαριέττα Γιαννάκου (ΝΔ) και Πέτρος Τατούλης (ΝΔ), όταν θέλησαν να αλλάξουν αυτή την τάξη πραγμάτων, οι φύλακες του κρατισμού και της διαπλοκής τούς απέβαλαν. Την ίδια στιγμή, μέσω των ραδιοτηλεοπτικών μέσων που ελέγχουν, οι δυνάμεις του κρατισμού και της διαπλοκής βάπτιζαν «νεοφιλελευθερισμό» την ευρωπαϊκή προσαρμογή της χώρας και άρχιζαν να κάνουν λόγο για «ξεπούλημα» και άλλα φανταχτερά παρόμοια –τα οποία, όταν απευθύνονται σε πυγμαίους του πνεύματος και της γνώσης, αποδεικνύονται εξόχως αποτελεσματικά.

Ας μην ξεχνάμε ότι το διαπλεκόμενο και πελατειακό κατεστημένο της ΝΔ συνειδητά προκάλεσε το 1993 την πτώση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αφ’ ενός, για να αποτρέψει τον εξευρωπαϊσμό της χώρας και, αφ’ ετέρου, για να εμποδίσει τον τότε πρωθυπουργό να δημιουργήσει εντός του κόμματος αρθρώσεις που θα καταργούσαν τον «σιδηρού νόμο της ολιγαρχίας». Ενθυμούμαι κορυφαίο στέλεχος της τότε κυβέρνησης, σε συνομιλίες που είχαμε, να προβληματίζεται και να «ανησυχεί» μονίμως μπας και ο Κων. Μητσοτάκης ισχυροποιήσει τις κομματικές του αρθρώσεις, εις βάρος του πελατοκεντρικού κατεστημένου. Θα ενθυμούνται κάποιοι τις αήθεις επιθέσεις κατά του τότε πρωθυπουργού από διαπλεκόμενο εκδότη σήμερα κυριακάτικης εφημερίδας, που την εποχή εκείνη αρθρογραφούσε σε περιώνυμη εφημερίδα της κεντροδεξιάς. Αξίζει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι, μετά την πτώση του Κων. Μητσοτάκη, όλα τα φιλελεύθερα πολιτικά στελέχη της ΝΔ παραμερίστηκαν, με αποτέλεσμα το κόμμα στην πορεία του προς την εξουσία να μεταμορφωθεί κυριολεκτικά σε ΠΑΣΟΚ με μπλε χρώματα.

Αν δε ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου δεν εφλέγετο, για πολλούς λόγους, να αναρριχηθεί στο ύπατο αξίωμα έναν χρόνο πριν λήξει η θητεία του Κώστα Καραμανλή, ο τελευταίος θα έφερε σήμερα τον τίτλο του πρωθυπουργού της πτωχεύσεως. Και προφανώς η ΝΔ θα ήταν το κόμμα που θα βρισκόταν στις μέρες μας στην θέση του ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο λάθος έκανε και ο Αλέξης Τσίπρας. Στην σπουδή του να γίνει πρωθυπουργός, κινδυνεύει να επιστρέψει στην αφετηρία του, ήτοι στο ποσοστό 5%-6%, που είναι και το φυσιολογικό για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Μέσα στο θλιβερό αυτό σκηνικό, αισθάνθηκα μεγάλη λύπη ακούγοντας τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της ΝΔ την Πέμπτη 7 τρέχοντος, σε συνέντευξή του στην Σία Κοσιώνη, να εξηγεί το γιατί δεν είναι «νεοφιλελεύθερος», γνωρίζοντας ότι ο όρος αυτός είναι μία γελοία ιδεολογική παγίδα της αριστεράς, κενή εννοιολογικού περιεχομένου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο νέος πρόεδρος της ΝΔ έχει βαρύ έργο μπροστά του και θα πρέπει από την αρχή να δώσει την δέουσα προσοχή στην ιδεολογική διάσταση της πορείας του προς την εξουσία. Πρωτίστως, έτσι, θα πρέπει να εξηγήσει προς κάθε κατεύθυνση ότι η ΝΔ είναι το κόμμα του σεβασμού των ευρωπαϊκών μας υποχρεώσεων και των σχετικών συμφωνιών που η Ελλάδα έχει υπογράψει. Με άλλα λόγια, οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν είναι αυτές που έπρεπε να είχαν αρχίσει από το 1981, αλλά ποτέ δεν έγιναν.

Από μόνη της, η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων αυτών θα αποτελέσει για την Ελλάδα του 21ου αιώνα πραγματική ανατροπή, που καιρός είναι κάποιος να την αποτολμήσει.

 

 

 

Διαβάστε επίσης