Εντονες επιφυλάξεις εκφράζει η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος για την τροποποίηση άρθρου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με την οποία δίνεται η δυνατότητα στους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος αλλά και στον εισαγγελέα εγκλημάτων κατά της Διαφθοράς να χρησιμοποιούν αποδεικτικό υλικό που έχει συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο.
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς η διάταξη αυτή ίσχυε και στο παρελθόν αλλά άλλαξε με νόμο το 2008 ενώ, όπως υποστηρίζουν οι εισαγγελείς, η διάταξη αυτή ήρθε αιφνιδιαστική με τροπολογία την τελευταία στιγμή στο νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης, χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση, χωρίς να έχει ζητηθεί η άποψη του νομικού κόσμου και ενώ είναι σε εξέλιξη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Τέλος, η Ενωση Εισαγγελέων υποστηρίζει ότι με την εν λόγω τροπολογία εισάγεται ειδική αντιμετώπιση για ορισμένη κατηγορία αδικημάτων γεγονός που μπορεί να προκαλεί ανισότητες με άλλες κατηγορίες εγκλημάτων.
Αναλυτική η δήλωση της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος έχει ως εξής:
«Με το άρθρο 65 Ν 4356/2015 («Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές κ. ά διατάξεις») –το οποίο, μάλιστα προήλθε από τροπολογία μη υποβληθείσα σε δημόσια διαβούλευση-, εισήχθη παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ, ώστε για ορισμένες κατηγορίες κακουργημάτων (αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς), εφεξής να επιτρέπεται κατ’ αρχήν η αποδεικτική αξιοποίηση στοιχείων που έχουν συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο.
Με τη διάταξη αυτή, κατ’ ουσίαν επανέρχεται εν μέρει σε ισχύ η διάταξη ως είχε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 10 Ν 3674/2008. Ο νόμος εκείνος επιχείρησε τότε να ευθυγραμμίσει τη διάταξη του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΕ, με αφορμή την εκ νέου τροποποίηση της διάταξης αυτής, εκφράζει τις επιφυλάξεις του, ιδίως διότι:
(α) Η τροποποίηση αφορά και πάλι σε βασική διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί το έργο της ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αναθεώρησης του ΚΠΔ και παρά το αίτημα που η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος –και άλλοι επιστημονικοί φορείς- έχουν πλειστάκις υποβάλλει, να μην τροποποιούνται τα κείμενα των Κωδίκων με άσχετα νομοθετήματα, χωρίς την απαιτούμενη συστηματική και δογματική επεξεργασία, καθώς οι εφαρμοστές του δικαίου αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις συχνές και ευκαιριακές τροποποιήσεις του νόμου, με συνέπεια να γεννάται σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου.
(β) Η νέα διάταξη δεν είναι εμφανές εάν και πώς συνάδει με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19 § 3, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9 Α (προστασία προσωπικών δεδομένων)».
(γ) Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ.
(δ) Τέλος, η νέα διάταξη εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem. Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών.
Το ΔΣ της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος υπογραμμίζει την προσήλωση της εισαγγελικής αρχής στο στόχο της καταπολέμησης της διαφθοράς, πάντοτε εντός του συνταγματικού πλαισίου.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ε.Ε.
Ο Πρόεδρος: Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, Αντεισαγγελέας Εφετών
O Γεν. Γραμματέας: Δημήτριος Ζημιανίτης, Αντεισαγγελέας Εφετών».