Το έτος 2015, από πλευράς χρηματοπιστωτικών εξελίξεων, μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους. Το πρώτο εξάμηνο χαρακτηρίστηκε από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις και η συνεχής και μεγάλη εκροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα (από τη συνολική μείωση των καταθέσεων που κατεγράφη από το 2009 έως σήμερα, το 40% κατεγράφη το πρώτο εξάμηνο του 2015) οδήγησαν στις 28 Ιουνίου στη θέσπιση τραπεζικής αργίας και στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, για να διασφαλιστούν η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και οι καταθέσεις.
Οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, η εκροή καταθέσεων, το κλίμα αβεβαιότητας και το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, λόγω της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος, κατέστησαν αναγκαία την εκ νέου ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, παρά την ανακεφαλαιοποίηση του 2014.
Η δυσμενής και αβέβαιη πορεία της οικονομίας ανεκόπη στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου, όπου οι ελληνικές αρχές δεσμεύθηκαν σε ένα πλαίσιο προαπαιτούμενων μέτρων ως προϋπόθεση για τη διαπραγμάτευση ενός νέου προγράμματος με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στις 12 Ιουλίου 2015 κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 14 Αυγούστου με πλειοψηφία πρωτοφανή για τα κοινοβουλευτικά χρονικά.
Μετά τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου καταργήθηκε σχεδόν αμέσως η τραπεζική αργία (στις 20 Ιουλίου), ενώ οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων άρχισαν να χαλαρώνουν σταδιακά, ως αποτέλεσμα της βαθμιαίας αποκατάστασης του κλίματος εμπιστοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 20 Ιουλίου έως σήμερα επέστρεψαν καταθέσεις ύψους περίπου δύο δισ. ευρώ στο τραπεζικό σύστημα, οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με επιτυχία χρησιμοποιώντας μόνο 5,3 δισ. ευρώ δημόσιων πόρων έναντι αρχικής πρόβλεψης του Eurogroup 25 δισ. ευρώ, ενώ μειώθηκε η εξάρτησή τους από τον έκτακτο μηχανισμό χρηματοδότησης (ELA) από το τέλος Αυγούστου έως σήμερα κατά περίπου 14,5 δισ. ευρώ.
Κρίσιμη χρονιά
Η ελληνική οικονομία στην αρχή του 2016 βρίσκεται πάλι σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Εχει μπροστά της την πρώτη αξιολόγηση του νέου χρηματοδοτικού προγράμματος, η οποία περιέχει δύο πολύ σημαντικές και ευαίσθητες προαπαιτούμενες δράσεις: την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος και την ευθυγράμμιση της φορολογίας του αγροτικού εισοδήματος. Και οι δύο αυτές δράσεις είναι απαραίτητες για λόγους δημοσιονομικής και ασφαλιστικής βιωσιμότητας αλλά και για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, τόσο μεταξύ των γενεών όσο και μεταξύ διαφορετικών ομάδων φορολογουμένων.
Ερχονται, μάλιστα, να ολοκληρώσουν μια σειρά αντίστοιχων δημοσιονομικών και ασφαλιστικών δράσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των μεγάλων «δίδυμων» ελλειμμάτων, τα οποία κορυφώθηκαν το 2009 και αποτέλεσαν τα βασικά αίτια της ελληνικής οικονομικής κρίσης, δηλαδή του κρατικού ελλείμματος και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Δεν αναφέρω τις υπόλοιπες προς αξιολόγηση δράσεις, π.χ. την εξάλειψη των εμποδίων που απομένουν στη λειτουργία του ανταγωνισμού των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, τον εξορθολογισμό των δομών του δημόσιου τομέα ή τη βελτίωση των προϋποθέσεων και συνθηκών για ιδιωτικοποιήσεις, διότι αυτές αυξάνουν, αντί να μειώνουν, το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα, έχουν δηλαδή θετικό εισοδηματικό πολλαπλασιαστή και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ευαίσθητες, είτε με την πολιτική είτε με την κοινωνική έννοια του όρου.
Σε όρους ποσοτικούς, η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί από το 2010 μέχρι σήμερα αγγίζει το 75% του τελικού, αναγκαίου για τη βιωσιμότητα του χρέους στόχου, δηλαδή την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Αν μάλιστα δεν είχε μεσολαβήσει η οπισθοδρόμηση των πρώτων έξι μηνών του 2015, η μέχρι τώρα προσαρμογή θα ήταν πάνω από το 85% του τελικού στόχου. To κόστος, οικονομικό και κοινωνικό, της εναπομένουσας δημοσιονομικής και ασφαλιστικής προσαρμογής αναμένεται να είναι σημαντικά μικρότερο του προβλεπόμενου οφέλους. Στην ουσία δεν τίθεται καν θέμα σύγκρισης. Επίσης, το ύψος του τελικού δημοσιονομικού στόχου είναι εφικτό να μειωθεί.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος είναι βέβαιο ότι θα έχει πολύ θετική επίπτωση στο κλίμα εμπιστοσύνης. Είναι το κλειδί για την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την έναρξη των συζητήσεων με τους εταίρους για μια σειρά από θετικές δράσεις με ευνοϊκή επίπτωση στη χρηματοδότηση και κατ’ επέκταση στον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας: την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους με άμεση συνέπεια τη χαλάρωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου, την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρα για την κανονική (και πολύ πιο φθηνή) χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), τη σταδιακή άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και, τελικά, τη συμπερίληψη και των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Η πρόοδος στη συζήτηση και η υλοποίηση αυτών των θετικών δράσεων θα συναρτώνται βεβαίως με την πρόοδο στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και τον βαθμό αποκατάστασης της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία. Για του λόγου το αληθές, υπενθυμίζεται ότι τη διετία 2013-2014, που είχε αποκατασταθεί μερικώς το κλίμα εμπιστοσύνης, επέστρεψαν στο τραπεζικό σύστημα 17 δισ. από τις καταθέσεις που είχαν αποσυρθεί τα έτη 2010, 2011 και 2012, τα περιθώρια (spreads) των ελληνικών ομολόγων είχαν μειωθεί σημαντικά, το Δημόσιο, τράπεζες και αριθμός επιχειρήσεων είχαν αρχίσει να προσφεύγουν επιτυχώς στις αγορές κεφαλαίου, ενώ ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έγινε θετικός το 2014 έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης.
Μια αποτυχία
Στην ουσία, όπως προαναφέρθηκε, δεν τίθεται καν θέμα σύγκρισης μεταξύ κόστους και οφέλους. Διότι μια ενδεχόμενη αποτυχία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, επαναφέροντας στη μνήμη την αρνητική εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015. Επανάληψη αυτής της εμπειρίας εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους που δύσκολα θα τους αντέξει αυτή τη φορά η ελληνική οικονομία. Τα προβλήματα θα εμφανιστούν στο τραπεζικό σύστημα, οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων θα πρέπει να ενταθούν αντί να χαλαρώσουν, η μείωση της εμπιστοσύνης θα οδηγήσει σε νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, η δημοσιονομική κατάσταση θα επιδεινωθεί και οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου θα οδηγήσουν εκ νέου σε πρακτικές συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και, τελικά, σε όξυνση των συνθηκών ύφεσης.
Αλλά και η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι τώρα περισσότερο ευάλωτη από πριν και πολύ λιγότερο σε θέση να αντιμετωπίσει μια νέα ελληνική κρίση. Ευρωπαϊκοί παράγοντες που γνωρίζουν άριστα τα ζητήματα αυτά υποστηρίζουν ότι τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, τα ασύμμετρα προβλήματα που δημιουργεί το προσφυγικό ζήτημα, η απειλή εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση και οι ανοιχτές πλέον διαφοροποιήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τη μια πλευρά, και ορισμένων κρατών-μελών από την άλλη, όσον αφορά σημαντικές πτυχές της τραπεζικής ένωσης, καθιστούν άκρως επικίνδυνη μια ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup και μεταφορά τους σε Συμβούλιο Κορυφής.
Παρά τα αδιαμφισβήτητα και σημαντικά προβλήματα και το κόστος της προσαρμογής, παρά τα λάθη τόσο της ελληνικής πλευράς όσο και των εταίρων στον σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος από την αρχή του έως σήμερα, οι πιθανότητες να επιτύχουμε είναι πολύ μεγάλες και εξαρτώνται κυρίως από εμάς. Εχουμε επιτύχει τη μεγαλύτερη, ιστορικά και μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 2010 μέχρι σήμερα, τη μεγαλύτερη διόρθωση στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και μια από τις μεγαλύτερες διορθώσεις στην ανταγωνιστικότητα σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Επίσης, παρατηρείται ήδη σημαντική αναδιάρθρωση των κλάδων παραγωγής υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, σημαντική ενίσχυση των εξαγωγών, ενώ ανακεφαλαιοποιήθηκαν εν μέσω αντίξοων συνθηκών οι ελληνικές τράπεζες και είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στην πρόκληση της αντιμετώπισης του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συμβάλλοντας έτσι στη χρηματοδότηση της οικονομίας και στην αναδιάταξη του νέου αναπτυξιακού προτύπου υπέρ ανταγωνιστικών και εξωστρεφών κλάδων και επιχειρήσεων.
Για να επιτύχουμε
Ομως, για να επιτύχουμε πρέπει να υπερνικήσουμε τους δισταγμούς μας. Πρέπει να οικειοποιηθούμε αυτές τις επιτυχίες. Να προχωρήσουμε και να υλοποιήσουμε το πρόγραμμα. Να αξιοποιήσουμε την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου προσελκύοντας άμεσες ξένες επενδύσεις, μέσω της αναβάθμισης των χρήσεων γης με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον. Να εντάξουμε στο πρόγραμμα περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις μειώνοντας έτσι το ύψος του τελικού στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, που καθιστά βιώσιμο το δημόσιο χρέος. Να προχωρήσουμε σε περαιτέρω μειώσεις μη στοχευμένων δημόσιων αλλά και συγκεκριμένων ανεπαρκώς στοχευμένων κοινωνικών δαπανών και να μην επιλέξουμε αντ’ αυτών αυξήσεις φορολογικών συντελεστών.
Να προχωρήσουμε σε αξιολόγηση και μείωση του αριθμού των, εποπτευόμενων από το Δημόσιο, περίπου 1.800 νομικών προσώπων. Να προχωρήσουμε στην εφαρμογή της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού μέσα στις δομές του Δημοσίου. Να θέσουμε τέλος στις εξαιρέσεις από τις γενικές διατάξεις φορολογίας για ορισμένες ομάδες φορολογουμένων, καθιστώντας έτσι δυνατή, σε μεσοπρόθεσμη βάση, τη μείωση του γενικού επιπέδου της φορολογίας. Να θέσουμε τέλος στις εξαιρέσεις από τις γενικές διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Να θέσουμε τέλος στο καθεστώς των γεμάτων παραγωγικά αντικίνητρα αυτοτελών πόρων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και να τους αντικαταστήσουμε με στοχευμένες δαπάνες.
Η έξοδος από την κρίση, η επιστροφή στην κανονικότητα και σε διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι πλέον κοντά. Η κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει τη Σύμβαση που διαπραγματεύτηκε με τους εταίρους και να λάβει πρωτοβουλίες προκειμένου να βελτιωθεί το κλίμα εμπιστοσύνης, αξιοποιώντας το θετικό γεγονός της προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η Βουλή των Ελλήνων, η οποία από το 2010 μέχρι σήμερα στήριξε την προσπάθεια προσαρμογής και συνεπώς τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να συμβάλει στην ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου που υλοποιεί τη Σύμβαση, τη στιγμή μάλιστα που το μέγιστο μέρος της προσαρμογής έχει ήδη επιτευχθεί. Σήμερα δεν νοείται νέα οπισθοδρόμηση.
Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής