Η υποκρισία της προανακριτικής

του Παντελή Καψή, δημοσιογράφου

Στη Δημοκρατία οι χρηστοί πολίτες οφείλουμε να δείχνουμε εμπιστοσύνη στους ειδικούς. Ιδίως όταν μπαίνουν ζητήματα για τα οποία δεν έχουμε τις απαραίτητες γνώσεις

Δεν δικαιούμαστε να έχουμε άποψη απλώς και μόνο επειδή έχουμε το δικαίωμα να την εκφράζουμε. Για παράδειγμα στην υπόθεση των εμβολίων. Δεν θα αποφασίσουμε εμείς αν είναι αποτελεσματικά ή τι παρενέργειες έχουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραιτούμαστε της κριτικής μας σκέψης. Έτσι όταν στην αρχή της πανδημίας μας έλεγαν ότι οι μάσκες δεν προφυλάσσουν αυτόν που τις φοράει αλλά τους τρίτους που έρχονται σε επαφή μαζί τους, ήταν ζήτημα απλής συνεπαγωγής να καταλάβουμε ότι αν όλοι φορούσαμε μάσκες θα προστατεύαμε ο ένας τον άλλο. Και ότι κατά συνέπεια η αρχική οδηγία ότι δεν χρειάζεται να φοράμε όλοι μάσκες ήταν λανθασμένη. Έτσι και αποδείχθηκε.

Το πρόβλημα γίνεται όμως μεγαλύτερο όταν οι ειδικοί διαφωνούν μεταξύ τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα από την τρέχουσα επικαιρότητα είναι η υπόθεση της προανακριτικής. Επιφανείς συνταγματολόγοι διαφωνούν μεταξύ τους για το αν η ουσιαστική παράκαμψη της είναι ή όχι αντισυνταγματική. Πώς μπορούμε να τοποθετηθούμε εμείς όταν δεν έχουμε γνώσεις συνταγματικού δικαίου; Οι περισσότεροι είναι αλήθεια επιλέγουμε με βάση τις πολιτικές μας προκαταλήψεις. Όσοι θέλουμε να απαλλαγούμε από το καθεστώς Μητσοτάκη βλέπουμε μια ακόμα κραυγαλέα καταστρατήγηση του συντάγματος. Όσοι θεωρούμε τη σημερινή κυβέρνηση αναγκαία για τη χώρα παραμερίζουμε τέτοιες ανησυχίες. Ενίοτε βέβαια οι πολιτικές προτιμήσεις επηρεάζουν και την κρίση των ειδικών.

Προφανώς μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι ικανοποιητική. Σίγουρα δεν προσφέρεται για ουσιαστικό διάλογο. Ίσως λοιπόν το ζήτημα να φωτιζόταν καλύτερα αν ανατρέχαμε στις πολιτικές αναγκαιότητες που οδήγησαν στις ειδικές προβλέψεις για την ποινική ευθύνη υπουργών. Να αναζητήσουμε τις προθέσεις του νομοθέτη όπως λένε.

Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι ο νόμος του 2003 ο οποίος ισχύει σήμερα είχε ως αφορμή την υπερδραστηριότητα ενός εισαγγελέα ο οποίος με διάφορες προφάσεις ζητούσε την ποινική δίωξη υπουργών. Τότε λοιπόν προστέθηκε η διάταξη ότι θα πρέπει «αμελητί»να στέλνει την υπόθεση στη Βουλή. Να μην πραγματοποιεί δηλαδή την παραμικρή προανακριτική διαδικασία σε βάρος υπουργών πριν η ίδια η Βουλή κρίνει πως υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την διάπραξη αδικήματος. Με άλλα λόγια ήταν ένα πρόσθετο φίλτρο με στόχο την παρεμπόδιση της άσκησης δίωξης για ευτελείς λόγους. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το νόμο περί ευθύνης υπουργών συνολικά. Η συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής αποτελεί και αυτή ένα φίλτρο για να προστατεύει τους υπουργούς από αναίτιες και πολιτικά υποκινούμενες διώξεις. Δεν συγκροτείται για να χυθεί περισσότερο φως στις υποθέσεις ή να ερευνηθούν σε μεγαλύτερο βάθος ούτε υπάρχει η πρόθεση να υποκατασταθεί η δικαιοσύνη από κάποιο πολιτικό δικαστήριο. Για το λόγο αυτό άλλωστε το δικαστικό συμβούλιο έχει όλες τις αρμοδιότητες για την διεξαγωγή της ανάκρισης καθώς και την τελική κρίση για την παραπομπή μιας υπόθεσης στο δικαστήριο.

Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το αίτημα ενός υπουργού να παρακαμφθεί η προανακριτική στην πραγματικότητα αποτελεί παραίτηση από ένα πρόσθετο δικαίωμα που του έχει δοθεί για την προστασία του. Δεν είναι αποφυγή ενός αναγκαίου σταδίου της ανάκρισης. Είναι παράκαμψη μιας οιωνεί δικαστικής διαδικασίας η οποία όμως στην πραγματικότητα παραμένει πολιτική . Στην προκειμένη περίπτωση αν η πλειοψηφία των βουλευτών απάλλασσε τον Τριαντόπουλο επειδή θεωρούν στη ΝΔ ότι είναι αθώος, η απαλλαγή του θα θεωρείτο πολιτικά υποκινούμενη. Ο ίδιος θα παρέμενε εκτεθειμένος και η κυβέρνηση θα κατηγορείτο ότι τον καλύπτει. Βούτυρο στο ψωμί όσων αμφισβητούν την απόδοση δικαιοσύνης στη χώρα. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που η πρόβλεψη για προανακριτική και η μη απευθείας παραπομπή των υπουργών στη δικαιοσύνη, αντιμετωπίζεται από τους πολίτες ως μια σκανδαλώδης μεθόδευση η οποία διαιωνίζει την ατιμωρησία των πολιτικών.

Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα προκύπτει και από την ιστορική εμπειρία. Υποτίθεται ότι οι βουλευτές ψηφίζουν κατά συνείδηση. Οι περισσότερες αποφάσεις προανακριτικών επιτροπών ωστόσο έχουν ληφθεί σε αντιστοιχία με τους πολιτικούς συσχετισμούς στη Βουλή. Ιδίως όταν οι υποθέσεις έχουν μεγάλη πολιτική σημασία και όταν η ενοχή ή όχι κρίνεται από ποια εκδοχή πιστεύεις, δεν υπάρχουν χειροπιαστά στοιχεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι αποφάσεις των προανακριτικών έχουν αποτελέσει αντικείμενο σφοδρών πολιτικών αντιπαραθέσεων είτε ήταν απαλλακτικές είτε όχι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου η οποία οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα του διχασμού . Τότε μάλιστα η δίκη είχε γίνει τηλεοπτικό σόου, αποκαλύπτοντας και τις πολιτικές σκοπιμότητες που πολλές φορές εξυπηρετούν οι παραπομπές. Άραγε αμφισβητεί κανείς ότι ανάλογες σκοπιμότητες επικρατούν και σήμερα; Και ότι η αντιπολίτευση είχε επενδύσει σε μια μακρόσυρτη διαδικασία για τη συντήρηση του θέματος στην επικαιρότητα και τη δημιουργία εντυπώσεων με επιλεκτικές διαρροές;

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει υπό αυτό το πρίσμα και η περίπτωση των δέκα κορυφαίων πολιτικών που κατηγόρησε ο Σύριζα για την Νοβάρτις. Εκεί είχαμε ένα χτυπητό παράδειγμα αξιοποίησης της συνταγματικής διαδικασίας για την σπίλωση των αντιπάλων της κυβέρνησης. Κάτι που έχει συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν ακόμα και σε βάρος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Άλλος ένας λόγος που κάνει τη διαδικασία διαβλητή.

Στην περίπτωση της παραπομπής των 10 επί Σύριζα ουσιαστικά ακυρώθηκε η προανακριτική και η δικογραφία επιστράφηκε στη δικαιοσύνη, με την δικαιολογία ότι οι πράξεις των υπό κατηγορία υπουργών δεν ενέπιπταν στα υπουργικά τους καθήκοντα. Άρα η επιτροπή ήταν αναρμόδια! Κι αυτό παρά την αντίθετη νομολογία για την περίπτωση Τσοχατζόπουλου. Και βέβαια αν η δωροληψία δεν εντάσσεται στα υπουργικά καθήκοντα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν ισχύει το ίδιο για την αλλοίωση του χώρου ενός δυστυχήματος;

Τότε φυσικά η παράκαμψη ουσιαστικά της προανακριτικής καθόλου δεν θεωρήθηκε ως χαριστική υπέρ των κατηγορουμένων. Το αντίθετο αντιμετωπίστηκε ως μεθόδευση για να παραπεμφθούν όλοι στη δικαιοσύνη, ακόμα δηλαδή και οι περιπτώσεις οι οποίες ήταν εξόφθαλμα καταχρηστικές. Από την πλευρά των εισηγητών των συριζανελ μάλιστα, υπογραμμίστηκε ότι με αυτόν τον τρόπο θα διερευνηθεί σε βάθος η υπόθεση, θα αθωωθούν οι αθώοι και θα τιμωρηθούν οι ένοχοι. Τώρα δεν θα συμβεί το ίδιο;

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που ένα αδίκημα έχει παραγραφεί, ο κατηγορούμενος υπουργός, για να μη μείνει καμία σκιά σε βάρος του, έχει το δικαίωμα να θέσει την υπόθεση του υπό κρίση ενός ειδικού οργάνου που συγκροτείται για τον σκοπό αυτό. Κάτι ανάλογο στην πραγματικότητα ζητά ο Τριαντόπουλος. Να αθωωθεί από τη δικαιοσύνη όχι από τους βουλευτές της ΝΔ. Είναι μάλιστα βέβαιο ότι μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε να προβλεπόταν ρητά. Ουδείς θα είχε αντίρρηση, αυτό είναι που ζητούν οι πολίτες.

Το δικαστικό συμβούλιο βέβαια δεν θα κρίνει την παραπομπή με πολιτικά αλλά με νομικά κριτήρια. Αν αποφασίσει ότι πρόκειται για καταστρατήγηση του Συντάγματος τότε θα πρόκειται για ένα πρώτης τάξεως φιάσκο για την κυβέρνηση. Αν ωστόσο αποδεχθεί να εξετάσει επί της ουσίας τις κατηγορίες τότε κανείς καλοπροαίρετος δεν θα μπορεί να ισχυριστεί ότι κουκουλώνεται το η υπόθεση. Το αντίθετο.

ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ