του Διονύση Τεμπονέρα
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι υπαρκτή η ανάγκη οι πολίτες να πιέσουν τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις να ανοίξουν πεδία διαλόγου. Είναι γεγονός, ότι κανείς μόνος του δεν μπορεί να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση και χρειάζεται η συμβολή όλων των προοδευτικών δυνάμεων.
Η διαγραφή του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία και η συνεπακόλουθη κρίση στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης, έφερε στο προσκήνιο το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Και μπορεί ο κ.Μητσοτάκης να δηλώνει(όπως συμβαίνει πάντα άλλωστε) ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, όμως ελάχιστοι πιστεύουν, ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο.
Λίγο τα ολιγαρχικά συμφέροντα που διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στα χρήματα του «Ταμείου Ανάκαμψης» και στα «υπερκέρδη της ακρίβειας», λίγο η μάχη των «δελφίνων», λίγο η κοινωνική δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε με τη μαζική συμμετοχή στις εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου και στην πανεργατική απεργία, λίγο τα εθνικά θέματα που φαίνεται ότι μπαίνουν σε τροχιά κλιμάκωσης, όλα δείχνουν, ότι η κυβέρνηση αυτή έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα.
Από την άλλη πλευρά το «σύστημα» που κινείται πέρα και πάνω από την πολιτική, έχει ξεκάθαρη στρατηγική πολυδιάσπασης και κατακερματισμού του προοδευτικού χώρου, ελπίζοντας, ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να ελέγξει μελλοντικές εξελίξεις.
Η δημοσκοπική άνοδος του ΠΑΣΟΚ και η αλλαγή στην κοινοβουλευτική τάξη, δεν συνοδεύεται προς το παρόν από ένα εμφανές κοινωνικό ρεύμα. Η αλλαγή ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και τα τραύματα που αφήνει πίσω η περίοδος Κασσελακη δεν προμηνύουν σύντομη έξοδο από την κρίση. Το ΚΚΕ εμφανίζει κινητικότητα και φαίνεται να κερδίζει μεγάλους εργατικούς συλλόγους και ομοσπονδίες όμως στην πράξη δεν εφαρμόζει συμπεριληπτική λογική και απομονώνεται από τις λοιπές δυνάμεις της Αριστεράς. Οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αδυνατούν, με ελάχιστες εξαιρέσεις να συνεννοηθούν με όρους ενότητας στη δράση.
Η χώρα και οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με την «τέλεια καταιγίδα» και μια ανανέωση της λαϊκής εντολής για μια επιπλέον τετραετία για την «Δεξιά», που έχει πια και ισχυρές ακροδεξιές εφεδρείες, φαντάζει πιθανότερη.
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι υπαρκτή η ανάγκη οι πολίτες να πιέσουν τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις να ανοίξουν πεδία διαλόγου. Είναι γεγονός, ότι κανείς μόνος του δεν μπορεί να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση και χρειάζεται η συμβολή όλων των προοδευτικών δυνάμεων. Προφανώς και οι συγκρούσεις του παρελθόντος πρέπει να μπουν στην άκρη, προκειμένου να προκύψει συνθήκη εκλογικής συμπόρευσης. Τα κόμματα δεν χάνουν στην προσπάθεια αυτή την αυτοτέλειά τους. Συζητούν θεσμικά και πάνω από το τραπέζι στη βάση των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Αρκεί το αίτημα για μείωση τιμών, αύξηση μισθών, ισότιμη πρόσβαση στο δικαίωμα της υγείας, θεσμική και παραγωγική ανασυγκρότηση, για να προκύψει ένα minimum πρόγραμμα δράσης και αγώνα.
Και κάτι τελευταίο. Ακούμε το ΠΑΣΟΚ να ενθαρρύνεται από τις δημοσκοπήσεις και να επιδιώκει μια «αυτόνομη πορεία». Ο ΣΥΡΙΖΑ για να φτάσει σε ποσοστά πλησίον αυτοδυναμίας χρειάστηκε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και μάλιστα σε συνθήκες έντονης κοινωνικής κινητικότητας, που δεν υφίσταται σήμερα.
Υπάρχει ρεαλιστικό σενάριο αυτοδύναμης διακυβέρνησης στο άμεσο μέλλον;
Μοιραία λοιπόν, οι πολιτικές συνεργασίες είναι πάνω στο τραπέζι παράλληλα με την από τα κάτω σύμπραξη. Το ζήτημα είναι να προετοιμαστεί η συζήτηση και να γίνει με όρους ισότιμου διαλόγου και όχι με μυστικά αλισβερίσια και εκβιασμούς παραμονές των εκλογών.
Μοναδική λύση παραμένει η συγκρότηση ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα βασιστεί στο διάλογο των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, με στόχο την επίτευξη μιας προγραμματικής συμφωνίας που θα δίνει εναλλακτική κυβερνητική διέξοδο.
Όσοι συνεχίζουν να αρνούνται την πραγματικότητα δυστυχώς ρίχνουν νερό στο μύλο της «Δεξιάς».