του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο κάθε πολίτης μπορεί πάρα πολύ εύκολα να διαπιστώσει ότι ζούμε στην εποχή της εκπληκτικότερης ροής πληροφοριών που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος. Ποτέ στην ιστορία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν τέτοια πρόσβαση σε μαζική συλλογή πληροφοριών όπως σήμερα στην πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα, ο πολιτισμός του οποίου εδράζεται όσο ποτέ άλλοτε στην πληροφορία, στην επιστήμη, στην εκπαίδευση, στην κουλτούρα και, κατ’ επέκτασιν, στον εκδημοκρατισμό της γνώσεως. Αυτός που θέλει να πληροφορηθεί και στην συνέχεια να μάθει έχει απίστευτες δυνατότητες. Παρατηρείται έτσι σε πλανητικό επίπεδο ένας εκδημοκρατισμός της ροής πληροφοριών, οι οποίες διαδίδονται με απίστευτες ταχύτητες και, όχι λίγες φορές, καταρρίπτουν και κάποια τείχη λογοκρισίας.
Συνεπώς, ο ρόλος της πληροφορίας,σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, στο επίπεδο αυτών που αποφασίζουν είναι, χωρίς αμφισβήτηση, πιο σημαντικός, πιο σταθερός και πιο γενικός όσο ποτέ άλλοτε. Έτσι, οι άνθρωποι της δράσεως έχουν τα καλύτερα δυνατά μέσα ώστε να γνωρίζουν σε ποια δεδομένα μπορούν να στηρίζουν τις δράσεις τους και όσοι υφίστανται έχουν κάθε δυνατότητα να πληροφορηθούν πώς ενεργούν αυτοί που αποφασίζουν. Είναι λοιπόν εξαιρετικά ενδιαφέρον να αναζητήσουμε αν αυτή η κυριαρχία, ο πλούτος, η ακρίβεια κα η διάχυση της γνώσεως οδηγούν, όπως θα ήταν αναμενόμενο, σε καλύτερη διαχείριση της ανθρωπότητος εν γένει και των κοινών ειδικότερα.
Ωστόσο, η αναζήτηση αυτή καταλήγει σε πολλά παράδοξα που εντυπωσιάζουν τον ερευνητή, όχι βέβαια χωρίς να προκαλούν και βαθειές ανησυχίες. Το πρώτο φαινόμενο που μπορεί να καταγράψει κανείς παρατηρώντας την διοργάνωση της ροής πληροφοριών και την επιτάχυνση των διαδόσεών τους είναι η παράλληλη αύξηση της κατά τον αείμνηστο Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ «άχρηστης γνώσεως». Στην εποχή μας παρατηρείται ένα μοναδικό φαινόμενο, που πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαιτέρως: όσο αυξάνεται ο όγκος των πληροφοριών τόσο αυτοί που τις συλλέγουν προσπαθούν να τις παραχαράξουν, ενώ την ίδια στιγμή οι αποδέκτες τους τις αποφεύγουν με περισσή αδιαφορία. Ακόμα χειρότερα, σημαντικές μετρήσεις σε διεθνές επίπεδο αποδεικνύουν ότι μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης στον αναπτυγμένο κόσμο είναι εντελώς αδιάφορο στην γνώση και θεωρεί ότι αυτή είναι επικίνδυνη όταν διαψεύδει τις πεποιθήσεις του.
Αναπτύσσεται έτσι όλο και περισσότερο στις δημοκρατικές χώρες το φαινόμενο της «ορθολογικής άγνοιας», που πρώτος περιέγραψε ο Άντονυ Ντόουνς το 1957 στο βιβλίο του «Μια οικονομική θεωρία για την δημοκρατία». Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας, αναφερόμενος στον νόμο της «ήσσονος προσπάθειας» όταν ένας πολίτης αναζητεί πληροφορίες, τονίζει ότι συχνά το κόστος της αναζητήσεως αυτής φαντάζει υψηλό, γι αυτό και οι πολίτες υποκαθιστούν την γνώση με την ιδεολογία –που είναι ετοιμοπαράδοτη και εύπεπτη.
Στην βάση αυτής της πρακτικής, όπως έγραψε και ο Μανκιούρ Όλσον, ο πολίτης απαλλάσσεται από τον κόπο της αναζητήσεως γνώσεων η απόκτηση των οποίων θα μπορούσε, αφ’ ενός, να ανατρέψει «κεκτημένες
αντιλήψεις» και, αφ’ ετέρου, να έλθει σε σύγκρουση και με συγκεκριμένα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, η ιδεολογία επιτρέπει την απαλλαγή από την σκέψη, παράλληλα δε βοηθά και την παραχάραξη της πραγματικότητος. Είναι έτσι εύκολο για την ιδεολογία να υποστηρίξει κανείς ότι το νερό δεν ευθύνεται για την υγρασία επειδή για την ύπαρξη νερού είναι υπεύθυνη η υπερθέρμανση του πλανήτη! Με την ίδια λογική, το καπνίζειν δεν έχει καμμία ευθύνη για τον καρκίνο του πνεύμονος γιατί αυτή επιρρίπτεται στις καπνοβιομηχανίες που παράγουν τσιγάρα και στα περίπτερα που τα πωλούν. Κατ’ επέκτασιν, ο καπνιστής δεν πρέπει να χάνει χρόνο για να αντλήσει πληροφορίες περί του καρκίνου του πνεύμονος, καθ’ όσον αυτές τού παρέχονται από την κυρίαρχη ιδεολογία. Έτσι, για την υπερχρέωση μιας χώρας δεν ευθύνονται οι κυβερνήσεις και οι πολίτες της, αλλά οι «κερδοσκόποι δανειστές».
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ιδεολογία, αν και είναι πλήρως αναποτελεσματική ως προς την επίλυση πραγματικών προβλημάτων, εφόσον δεν προκύπτει από ανάλυση δεδομένων, εντούτοις χρησιμεύει στον μετασχηματισμό της πραγματικότητος προκειμένου να δικαιολογηθούν συγκεκριμένες δράσεις. Υπερέχει έτσι σαφώς της ακριβούς γνώσεως, η οποία εκ των πραγμάτων καθίσταται άχρηστη. Όμως, η αχρήστευση αυτή επιτρέπει στην ιδεολογία να παραχαράσσει με εκπληκτικό τρόπο την πραγματικότητα και να μετατρέπει την φαντασίωση σε αλήθεια. Διότι, εν τέλει, η ιδεολογία και κυρίως αυτή που έχει τελεολογικό χαρακτήρα, είναι ένα μείγμα δυνατών συγκινήσεων και απλοποιημένων ιδεών το οποίο μεταφράζεται σε συμπεριφορά.
Μέσα από τις γραμμές που προηγούνται, ξεπηδά ανάγλυφη και η νεοελληνική δραματική πραγματικότητα. Αυτή μιας χώρας η οποία, σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας της, έλαβε ολέθριες για το μέλλον της αποφάσεις, αρνούμενη να δει την πραγματικότητα και την προέκτασή της στο μέλλον. Άρνηση που υπαγορευόταν κάθε φορά από απατηλές και πλήρως απολιθωμένες ιδεολογίες, οι οποίες, όμως, με κύριο όπλο τους το ψεύδος, είχαν την στήριξη ανομολόγητων συμφερόντων –αυτών που ακόμα και σήμερα εξυπηρετούν οι πραιτωριανοί των μέσων μαζικής επικοινωνίας και οι ισχυροί χρηματοδότες τους. Γι αυτό και το αύριο των νέων τούτης της χώρας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, άδηλον…