του Παύλου Γερουλάνου
Όποιος έχει εμπειρία από την αγορά, γνωρίζει πόσο σημαντική είναι η ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής για κάθε εργαζόμενο, για κάθε άνθρωπο που συμμετέχει σε δημιουργικές δραστηριότητες. Στην επιχείρησή μου έχω μάθει, από πρώτο χέρι, ότι αυτή ακριβώς η ισορροπία είναι επωφελής, τόσο για τον εργαζόμενο όσο και για την επιχείρηση. Γιατί, κάθε φορά που η προσωπική ζωή ενός εργαζόμενου συμπιέζεται από δυσκολίες, αυτό αποτυπώνεται στην καθημερινότητα της εταιρίας με πολλαπλούς τρόπους.
Τίποτα δεν διασφαλίζει αυτή την ισορροπία όσο οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και η υποτίμησή τους έχει συμβάλλει καταλυτικά σε εργασιακές σχέσεις τοξικές, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να κρατήσουν πια εργαζόμενους για μεγάλα χρονικά διαστήματα και οι εργαζόμενοι έχουν σταματήσει να βλέπουν τις εταιρίες ως πηγή ασφάλειας και τελικά συνταξιοδότησης, όπως παλιά. Διότι, οι Συλλογικές Συμβάσεις χτίζουν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ εργαζομένων και μεταξύ εργαζομένων και εταιρίας, ενώ η απουσία τους εντείνει την ανασφάλειά τους για ένα ήδη αβέβαιο μέλλον. Είναι απλό: όταν μία εργαζόμενη ή ένας εργαζόμενος παλεύει μόνη της, μόνος του, δεν νιώθει μέρος της ομάδας, δεν νιώθει σιγουριά για τις απολαβές διότι δεν ξέρει με τι κριτήρια έχουν προσφερθεί, δεν νιώθει ότι η εξέλιξη η δική της / του ή των υπολοίπων είναι προϊόν αξιοκρατικών κριτηρίων. Αντί να κοιτούν όλοι μπροστά, κοιτούν με καχυποψία ο ένας τον άλλον. Καχυποψία που εντείνει τις ανασφάλειες.
Το αντίθετο συμβαίνει όταν πιστεύεις, επενδύεις και επιτυγχάνεις Συλλογικές Συμβάσεις. Η συνεννόηση και η συλλογική δύναμη έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, που μπορεί να κάνει θαύματα. Θα θυμάμαι πάντα, από τη θητεία μου στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού την, καθοριστικής σημασίας για τον ελληνικό τουρισμό και όλους όσοι δραστηριοποιούνταν σε αυτόν, υπογραφή της Συλλογικής Σύμβασης μεταξύ ξενοδόχων και ξενοδοχοϋπαλλήλων, με τη δική μας ολόπλευρη στήριξη. Ήταν η εξέλιξη – κλειδί, η μόνη Συλλογική Σύμβαση της εποχής, που κράτησε όρθια τουριστικά τη χώρα, καταρρίπτοντας μάλιστα ρεκόρ προσέλευσης τουριστών, παρά τη χειρότερη δυνατή κρίση και αρνητική δημοσιότητα που υφίστατο η χώρα μας. Ποιοι κέρδισαν από αυτό; Όλοι, εργαζόμενοι, εργοδότες, όλη η Ελλάδα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας καθώς και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουν τεκμαίρει επανειλημμένα ότι η πρώτη, βασική πράξη για την αντιμετώπιση της εργασιακής ανασφάλειας και της αδήλωτης εργασίας είναι η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου. Τι σημαίνει, δηλαδή, αυτό για την Ελλάδα; Σημαίνει πλήρη αποκατάσταση του πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και της επέκτασης των κλαδικών / ομοιοεπαγγελματικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Σημαίνει άμεση ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας 2022/2041, για την προώθηση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, για τον καθορισμό των μισθών. Σημαίνει εκπόνηση σχεδίου δράσης, για κάθετη αύξηση των εργαζομένων που καλύπτονται με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας από μόλις 30% σήμερα (προτελευταία η Ελλάδα στην Ε.Ε.), στο 80%.
Όλα τα παραπάνω ανήκουν στον βασικό κορμό των θέσεών μου, για τα εργασιακά. Και προχωράω, ακόμα ένα βήμα:
Στην πολιτική μου πρόταση, με τίτλο “Αναγέννηση”, ο πρώτος λόγος στις εργασιακές σχέσεις και για την εφαρμογή της εργατικής Νομοθεσίας, περνάει στους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους, εργαζόμενους και εργοδότες. Διότι, δεν είναι μόνο οι επενδυτές που οδηγούν την ανάπτυξη με τα χρήματά τους, αλλά και οι εργαζόμενοι που υλοποιούν τα επενδυτικά σχέδια. Το πιστεύω, διότι το έχω δει πώς λειτουργεί στην επιχείρησή μου. Με την Πολιτεία να επικουρεί τους κοινωνικούς εταίρους, όπου την χρειάζονται. Γιατί χωρίς συλλογικές λύσεις, χωρίς συλλογική προσέγγιση σε θέματα όπως ο χρόνος και οι συνθήκες εργασίας, δεν υπάρχει ασφάλεια, δεν υπάρχει ισορροπία, για κανέναν, ούτε για την οικονομία. Αυτές είναι θεμελιώδεις αρχές του σχεδίου μας που βλέπει το κοινωνικό κράτος ως μοχλό ανάπτυξης, δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
Όλη μου η αντίληψη για τις εργασιακές σχέσεις, βγαλμένη μέσα από την προσωπική επαγγελματική και κυβερνητική μου εμπειρία, βρίσκεται σε αντίθεση με την πολιτική της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, στα θέματα αυτά. Γιατί, πάνω από όλα, είναι λάθος πολιτική. Λάθος για τους εργοδότες, λάθος για τους εργαζόμενους, λάθος για την οικονομία. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την έκτη ημέρα εργασίας που νομοθέτησε η Κυβέρνηση, η οποία μετά τη διεθνή κατακραυγή, βάφτισε την έκτη “έκτακτη”. Προέκυψε από κάποια Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αυτή η εξέλιξη; Προέκυψε από κάποια συμφωνία εργοδοτών / εργαζομένων; Όχι. Άρα είναι, εκ προοιμίου, λάθος. Μήπως είναι μία ρύθμιση που δίνει στον εργαζόμενο ευελιξία για να ρυθμίσει τον εργασιακό ή προσωπικό του χρόνο και του δημιουργεί ένα πραγματικό αίσθημα ελευθερίας (ή αυτονομίας) στην εργασία του; Και πάλι, όχι. Αντίθετα, αυξάνει περαιτέρω την εργασιακή εβδομάδα, τον χρόνο εργασίας, χωρίς κανένα αίσθημα ασφάλειας. Κανείς δεν γνωρίζει πόσες και ποιες επιχειρήσεις αφορά η συγκεκριμένη ρύθμιση και τίποτα, στο νομοθετικό πλαίσιο, δεν προστατεύει τους εργαζόμενους από την αυθαίρετη και αλόγιστη χρήση του “φόρτου εργασίας” και των “έκτακτων συνθηκών”.
Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι “αποτελεί μία ιδιαίτερη συνθήκη, για συγκεκριμένη και περιορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων, που έρχεται να καλύψει μία έκτακτη ανάγκη, η οποία πρέπει να καλυφθεί από εξειδικευμένο προσωπικό”. Αλλά, αφού αφορά “ιδιαίτερη συνθήκη” και “έκτακτη ανάγκη”, γιατί δεν επιδιώχθηκε συντονισμένος, κοινωνικός διάλογος ώστε να εργαστούμε συστηματικά πάνω στις δυνατότητες που μπορούμε να προσφέρουμε σε εργοδότες και εργαζόμενους για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα και να μειωθεί η δυσοίωνη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα; Οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 39.8 την εβδομάδα με μέσο ευρωπαϊκό όρο τις 36,2. Δουλεύουμε όλο και περισσότερο, για όλο και λιγότερα χρήματα. Ως πότε;
Όποιος νοιάζεται για την οικονομία, θέλει εργασιακή ειρήνη. Διότι, χωρίς σιγουριά και ασφάλεια για το μέλλον, κανένας δεν θέλει να πάρει επιχειρηματικό ρίσκο. Όποιος θέλει εργασιακή ειρήνη, δημιουργεί συνθήκες ισορροπίας και ομαλότητας στην επαγγελματική ζωή εργαζομένων και εργοδοτών. Και αυτό διασφαλίζεται μόνο με την αποκατάσταση όλου του πλαισίου των ελεύθερων, συλλογικών διαπραγματεύσεων. Διασφαλίζεται με το να αντιμετωπίζονται όλα τα κομβικά ζητήματα, στο πλαίσιο Συλλογικών Συμβάσεων. Και διασφαλίζεται με την επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού, από τους κοινωνικούς εταίρους μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και όχι από έναν Πρωθυπουργό, του οποίου βασική ανησυχία είναι πώς θα διασφαλίσει την επανεκλογή του.