Παγκόσμιο χρέος και χαζοχαρούμενες πολιτικές

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

 

Το διεθνές οικονομικό έτος που έληξε τον Ιούνιο, οι διεθνείς παρατηρητές, όχι χωρίς ανησυχία, διαπίστωσαν ότι η Κυβέρνηση των ΗΠΑ χρειάστηκε να δανειστεί 2,3 τρισεκατομμύρια δολλάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 8,6% του ΑΕΠ της χώρας. Την ίδια περίοδο, το ΔΝΤ άφησε να γίνει γνωστό ότι κατά τις προβλέψεις του, μέχρι το 2025, πέντε από τις μεγάλες πλούσιες χώρες του G7 θα έχουν αναλογία καθαρού χρέους προς ΑΕΠ άνω του 100%, γεγονός που παρατηρείται σε περιόδους κρίσεων. Και για να προλάβουμε τα σχόλια κάποιων υπέρμαχων του χρέους, επισημαίνουμε ότι τέτοια χρέη μπορεί να είναι βιώσιμα σε εποχές χαμηλών επιτοκίων, τύπου δεκαετίας του 2010, αλλά όχι στις σημερινές συνθήκες.

Τον μήνα που πέρασε, η απόδοση των 10ετιών ομολόγων του Δημοσίου έφτασε το 4,3%, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο της πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2009.

Ζωτικό προβάλλει έτσι το ερώτημα πως θα απαλλαγούν οι κυβερνήσεις από αυτό το βάρος; Όσο για το τελευταίο ποιές επιπτώσεις θα έχει στην εν γένει παραγωγική δραστηριότητα;    

Τον τελευταίο καιρό, η σοβαρότητα των παραπάνω ερωτημάτων προκαλεί όλο και περισσότερο την προσοχή έγκριτων οικονομολόγων, οι οποίοι ως προς τις προβλέψεις και τις ερμηνείες τους προσπαθούν να ξεφύγουν από την πεπατημένη.

Εσχάτως έτσι, όπως αναφέρουν ο βρετανικός Εκόνομιστ και το γαλλικό «Νουβέλ Εκόνομιστ», δυο οικονομολόγοι όπως ο Sarban Arslanalp του ΔΝΤ και ο Barry Eichengreen, του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ, προτείνουν μια σειρά επιλογών για την αντιμετώπιση της κατάστασης, οι οποίες όμως δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικές.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, οι κυβερνήσεις έχουν στη διάθεσή τους δυο στρατηγικές: την «αυστηρή» και την «αριθμητική». Οι παραπάνω στρατηγικές έφερναν αποτελέσματα σε εποχές που τα κράτη προνοίας δεν ήταν υπεραναπτυγμένα, σήμερα όμως οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές.

Για παράδειγμα, η «αυστηρή» επιλογή ήταν καλή πριν 100 χρόνια, όταν οι γεωπολιτικές συνθήκες ήσαν διαφορετικές, αυτό όμως δεν ισχύει σήμερα. Στην εποχή μας, τα σύγχρονα κράτη πρόνοιας επιβαρύνονται από τη γήρανση του πληθυσμού, την ανάγκη για αυξημένες αμυντικές δαπάνες και τις πράσινες επενδύσεις. Με άλλα λόγια, το βάρος του Κράτους μόνο μεγαλώνει. Οι πολιτικοί θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους. Ωστόσο, άλλη έρευνα του ΔΝΤ δείχνει ότι στις προηγμένες οικονομίες, από το 1979 έως το 2023, οι δημοσιονομικές ενοποιήσεις ήταν λιγότερο πιθανό να επιτύχουν τη μείωση του χρέους, εάν στηρίζονταν από αυξήσεις φόρων και όχι από περικοπές δαπανών. Ίσως επειδή η αύξηση των φόρων βλάπτει την οικονομική ανάπτυξη.

Τι γίνεται όμως με την αριθμητική προσέγγιση, αναρωτιούνται οι δύο προαναφερόμενοι οικονομολόγοι; Επισημαίνουν έτσι ότι αυτό το σενάριο και άρα την τακτική που υπαγόρευε, ακολούθησαν πολλές αναπτυγμένες σήμερα χώρες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το αμερικανικό χρέος είχε ξεπεράσει το100 % του ΑΕΠ

Τότε όμως οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν υψηλοί και τα επιτόκια προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό. Συνεπώς τα χρέη μπόρεσαν και μειώθηκαν σε σχέση με το ΑΕΠ, παράλληλα δε η ανοδική παραγωγική δραστηριότητα «έβαλε πλάτη» σε θετικές δημοσιονομικές πρακτικές.

Η σημερινή συγκυρία όμως διαφέρει αισθητά από την αντίστοιχη πριν 78 χρόνια. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι πρόσφατες αυξήσεις στους ρυθμούς πληθωρισμού έχουν θέσει την παγκόσμια οικονομία στην πορεία προς την αριθμητική μείωση του χρέους. Πράγματι, τα καθαρά χρέη των προηγμένων οικονομιών μειώθηκαν κατά περίπου τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες μετά την άνοδο το 2020 όταν χτύπησε ο Covid-19. 

Όμως, ο πληθωρισμός μειώνει το χρέος μόνο όταν είναι απροσδόκητο. Εάν οι κάτοχοι ομολόγων προβλέπουν ότι οι τιμές θα αυξηθούν γρήγορα, θα απαιτήσουν υψηλότερες αποδόσεις, γεγονός που θα αυξήσει τους τόκους που πρέπει να πληρώσει η κυβέρνηση. Ο επίμονος πληθωρισμός ήταν επωφελής μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διατήρησαν χαμηλές τις ονομαστικές αποδόσεις των ομολόγων σε μια πολιτική γνωστή ως «οικονομική καταστολή». 

Τα προκύπτοντα χαμηλά πραγματικά επιτόκια συνδέθηκαν με ταχεία ανάπτυξη στη μεταπολεμική περίοδο. Μεταξύ 1945 και 1975, αυτό μείωσε τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά σταθμισμένο μέσο όρο 80 ποσοστιαίων μονάδων σε όλο τον πλούσιο κόσμο.  Ωστόσο, η υψηλή ανάπτυξη γενικά αυξάνει τα πραγματικά επιτόκια.

Ενισχύεται έτσι η χρηματοοικονομία εις βάρος της αποκαλούμενης πραγματικής οικονομίας, που και αυτή όμως υφίσταται  σημαντικές μεταμορφώσεις. Και οι αλλαγές αυτές απαιτούν ευρύτερους μετασχηματισμούς.

Αν οι ψηφιακοί μετασχηματισμοί, η τεχνητή νοημοσύνη και οι λοιπές καινοτομίες στην τεχνολογία δεν οδηγήσουν σε μια σταδιακή αλλαγή στην αύξηση της παραγωγικότητας, οι σημερινές γηράσκουσες οικονομίες δεν έχουν καμία πιθανότητα να φτάσουν σε ρυθμούς επέκτασης που ειχαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.    

Τι θα γίνει τότε; «Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ζήσουν με υψηλά χρέη που κληρονόμησαν από το παρελθόν», εκτιμούν οι Serkan Arslanalp και Barry Eichengreen. Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι πολιτικοί ηγέτες είναι να μην επιδεινώσουν μια ήδη κακή κατάσταση. Ωστόσο, δεδομένης της συνεχιζόμενης συσσώρευσης χρέους, είναι απίθανο να ακολουθήσουν αυτή τη συμβουλή. Ο δε  λογαριασμός θα μπορούσε να είναι ακόμη υψηλότερος εάν στο μεταξύ συμβεί άλλη πανδημία ή μεγάλος πόλεμος.

 

Όταν λοιπόν στην Ελλάδα μιλάμε για την επαναπόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ήτοι της δυνατότητας κράτους και επιχειρήσεων να δανείζονται υπό ευνοϊκούς συγκυριακούς λόγους, καλόν είναι να γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό από όλες τις πλευρές του.