Τα Easter blues και το νόημα των ημερών

της Νίκης Λυμπεράκη, δημοσιογράφου

 

Τι κρίμα να μη θυμόμαστε πώς ήταν η ζωή για αυτό το λίγο που πορευτήκαμε χωρίς να γνωρίζουμε την έννοια της φθοράς και του θανάτου, το αναπόδραστο τέλος μας.

Τόσο μελάνι, τόσες αναλύσεις για την κατάθλιψη των Χριστουγέννων και για τα υπαρξιακά του Πάσχα, σιωπή. Υπάρχει δηλαδή άνθρωπος που τέτοιες μέρες δεν σκέφτεται το παρελθόν; Δεν φέρνει στον νου με ζεστασιά αλλά και θλίψη για την απώλεια, τα ροζιασμένα χέρια της γιαγιάς του; Τη χαρά της λαμπάδας; Τα καινούργια παπούτσια της νονάς; Εκείνους που έφυγαν; Το χωριό που είναι πια χωριό πεθαμένων και όπου να ‘ναι θα σβήσει από τον χάρτη;

Κοιτώ τον γιο μου που κοντεύει τεσσάρων ετών και αναρωτιέμαι σε ποιον βαθμό έχει συνειδητοποιήσει τη θνητότητά μας. Τι κρίμα να μη θυμόμαστε πώς ήταν η ζωή για αυτό το λίγο που πορευτήκαμε χωρίς να γνωρίζουμε την έννοια της φθοράς και του θανάτου, το αναπόδραστο τέλος μας.

Το Πάσχα είναι, νομίζω, που φέρνει πάντα στο προσκήνιο το ζήτημα του θανάτου. Οσοι θρησκεύουν βέβαια θα σπεύσουν ίσως να σημειώσουν πως, κατ’ ακριβολογία, το Πάσχα φωτίζει τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου και μάλιστα με όπλο τον ίδιο τον θάνατο. Θανάτω θάνατον πατήσας… Τους ζηλεύω.

Κι έπειτα δεν είναι μόνο το νόημα αυτών των ημερών. Είναι και το ύφος τους. Σε πλήρη αντίθεση με τα πολύχρωμα, φωτεινά, αισιόδοξα Χριστούγεννα με τα παιχνίδια, τις χαρές και τις βασιλόπιτες, το Πάσχα, φασαριόζικο, μεγαλοπρεπές, κατανυκτικό και πένθιμο, μας βαραίνει ακόμη παραπάνω.

Από την αφετηρία, με τα υπερφορτωμένα αυτοκίνητα και τα παιδιά που κάθε τόσο, ανυπόμονα ρωτούν αν «φτάσαμε»… Από τις ουρές και τον εκνευρισμό στα λιμάνια και στα διόδια… Ως την τελετουργία της Μεγάλης Εβδομάδας.

Φαναράκια, κόκκινα αβγά, καθηλωτικά εγκώμια κι ύστερα η κορύφωση του Θείου Δράματος και η… βαρβαρότητα της σούβλας. Βαρβαρότητα, ναι. Οχι από πολιτική ορθότητα ή ελιτισμό. Απλή παρατήρηση. Μπορεί βέβαια να φταίει και η εμπειρία του χωριού που δεν χαρίζεται. Στο χωριό η επίσκεψη στον χασάπη αντικαθίσταται πολλές φορές από τη μαρτυρία της σφαγής. Ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε τη δεκαετία του ’80 στην ελληνική επαρχία.

Στον νου μου έχω μια σκηνή που όσο κι αν προσπαθώ να τη σβήσω, επιμένει κάπου τριάντα πέντε χρόνια τώρα.

Φέρνει μαζί της αυτή την τόσο χαρακτηριστική μυρωδιά της άνοιξης, το φως μια λαμπερής πασχαλιάτικης μέρας, αλλά κι έναν από τους πιο σπαρακτικούς ήχους που έχουν εγγραφεί στο μυαλό μου. Δεμένη γύρω από τον κορμό μιας ελιάς, μια προβατίνα βλέπει τον θείο μου να γδέρνει το αρνάκι της.

Διαβάστε επίσης