Δεν πρέπει να είναι πολλοί οι αγρότες που θυμούνται τα ένδοξα χρόνια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), τότε που το 70% του κοινοτικού προϋπολογισμού πήγαινε σε γεωργικές επιδοτήσεις. Με την ΕΟΚ να χρηματοδοτεί ποτάμια από κρασί, βουνά από βούτυρο, λίμνες από γάλα και δεξαμενές από λάδι. Ήταν τότε η εποχή όπου η νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ήθελε να εξασφαλίσει διατροφική επάρκεια και να ενισχύσει εισοδηματικά αυτούς που την παρείχαν.
Την ίδια περίοδο όμως, μέσω της ΚΑΠ, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ενίσχυσε και την εξωστρέφεια της ευρωπαϊκής γεωργίας, προωθώντας την μεγέθυνσή της και την καλύτερη δυνατή ενσωμάτωσή της στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Έτσι, ολλανδικοί συνεταιρισμοί γάλακτος άνοιγαν μονάδες παραγωγής εκτός Ολλανδίας, τα γαλλικά και ιταλικά κρασιά αποκτούσαν διεθνή φήμη, τα ευρωπαϊκά τυριά δημιουργούσαν επώνυμη ζήτηση, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η βιοτεχνολογία κέρδιζε σταθερά έδαφος στην ευρωπαϊκή γεωργική παραγωγή.
Εξάλλου, η θεαματική άνοδος της γεωργικής παραγωγής έκανε άχρηστες τις αποθεματοποιήσεις ζωτικών προϊόντων όπως το γάλα, και τα απίθανα αποθέματα της ΚΑΠ, άρχισαν να πηγαίνουν ως διατροφική βοήθεια στην Αφρική και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες.
Σε γενικές γραμμές, από το 1957 έως και τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, η ευρωπαϊκή γεωργία και μαζί με αυτήν η βιομηχανία τροφίμων γνώριζαν πολύ καλές ημέρες, πλην όμως ξυπνούσαν και ανταγωνιστικές ορέξεις, άλλων χωρών, όπως οι ΗΠΑ για παράδειγμα.
Παράλληλα, σταδιακά, οι αγρότες έπαυαν σταδιακά να είναι τα «χαϊδεμένα παιδιά» της πολιτικής, η οποία όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από την παραδοσιακή γεωργία και ευνοούσε πιο προωθημένες βιομηχανικού τύπου εκμεταλλεύσεις.
Σταδιακά έτσι η παραδοσιακή γεωργία άρχισε να εγκαταλείπεται προς όφελος της αντίστοιχης βιομηχανικής, η οποία από την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα άρχισε να μπαίνει στο στόχαστρο των «οικολόγων» και άλλων «σωτήρων» της ανθρωπότητας. Όμως,οι προτεινόμενες «σωτηριολογικές» παρεμβάσεις, άρχισαν να δημιουργούν νέα προβλήματα στη γεωργική παραγωγή, η οποία ξεκίνησε να επιβαρύνεται με «οικολογικές δαπάνες» που γίνονταν και επιβάλλονταν μόνο στη Δύση και ειδικότερα στην Ευρώπη.
Υπό τις νέες συνθήκες έτσι η γεωργική παραγωγή αποκτούσε επιβαρυμένο κόστος, που κάθε άλλο παρά ευνοϊκό ήταν για τις μικρές γεωργικές μονάδες. Συνεπώς, σήμερα,η δυσαρέσκεια αγροτιών και κτηνοτρόφων, στην Ευρώπη κατά κύριο λόγο, δεν προέκυψε εν μια νυκτί, αλλά συσσωρεύεται τα τελευταία χρόνια απέναντι σε πολιτικές που αφορούν την περικοπή επιδοτήσεων και την «πράσινη» μετάβαση, από τις οποίες αγρότες και κτηνοτρόφοι διαμαρτύρονται ότι πλήττονται ασύμμετρα.
Η αύξηση του κόστους παραγωγής συνεπεία της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης στις τιμές πρώτων υλών, η αύξηση της φορολόγησγς σε ορισμένες χώρες, οι περιορισμοί στη χρήση νερού, εξαιτίας της περιβαλλοντικής κρίσης, οι καταγγελίες για αθέμιτο ανταγωνισμό από εισαγωγές ουκρανικών προϊόντων χωρίς δασμούς στο πλαίσιο της πολιτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, επέτειναν τη δυσαρέσκεια και ενίσχυσαν τις κινητοποιήσεις.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το επιβαρημένο περιβάλλον ο ξεσηκωμός των αγροτών, σήμερα, αποτελεί και πολύ καλό πολιτικό εργαλείο για πολιτικές παρατάξεις που με σημαία τους τον λαϊκισμό αναζητούν μια θέση στο ευρωπαϊκό πολιτικό πεδίο.
Ακραία κόμματα, ενόψει ευρωεκλογών προσδοκούν σημαντικά οφέλη και επιχειρούν να εργαλειοποιήσουν τις διαμαρτυρίες και τα μπλόκα.
Οι εθνικές κυβερνήσεις δυσκολεύονται να πείσουν ότι διαθέτουν εργαλεία και λύσεις, καθώς σε μεγάλο βαθμό οι βασικές πολιτικές για τον πρωτογενή τομέα αποφασίζονται στις Βρυξέλλες. Ως αποτέλεσμα, μεγαλώνει ο ευρωσκεπτικισμός και δίνεται ακόμα μεγαλύτερο περιθώριο στις ακραίες πολιτικές δυνάμεις να δρέψουν καρπούς.
Στη χώρα μας, οι αγροτικές κινητοποιήσεις, προβληματίζουν την κυβέρνηση η οποία πέρα από τα διαρθρωτικά προβλήματα της εγχώριας γεωργίας, έχει να αντιμετωπίσει και το κόστος των μεγάλων καταστροφών στη Θεσσαλία.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει περιθώρια χειρισμού των προβλημάτων λόγω της απόλυτης κυριαρχίας της και των περιθωριών κινήσεων που τις προσφέρουν οι ειδικές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας. Το θέμα έτσι είναι αυτό του ποιος θα κληρονομήσει αύριο τα προβλήματά του σήμερα, τα οποία αντιμετωπίζονται περισσότερο ευκαιριακά παρά στη βάση σοβαρών διαρθρωτικών αλλαγών και προσεγγίσεων.