Ενδείξεις στη σύσταση του εγκεφάλου θα μπορούσαν να προμηνύουν τα σημάδια της γνωστικής εξασθένισης. Πιο συγκεκριμένα, επιστήμονες του Κέντρου Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Σαν Αντόνιο διαπίστωσαν ότι μια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφαλικού ιστού, γνωστή ως φλοιώδης φαιά ουσία, τείνει να χάνει την πυκνότητά της στα άτομα που τελικά αναπτύσσουν άνοια.
Συνολικά, η τελευταία μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε στο Alzheimer’s & Dementia, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η λέπτυνση του εγκεφαλικού ιστού φαίνεται να αποτελεί ακριβή βιοδείκτη άνοιας, προειδοποιώντας μέχρι και 5 έως 10 χρόνια πριν εμφανιστούν οποιαδήποτε σχετικά συμπτώματα.
Η έγκαιρη ανίχνευση θεωρείται σημαντική, καθώς οι νέες διαγνώσεις προβλέπεται ότι θα αυξηθούν τις επόμενες δεκαετίες: «Με την έγκαιρη ανίχνευση της νόσου, βρισκόμαστε σε ένα καλύτερο χρονικό πλαίσιο για θεραπευτικές παρεμβάσεις και τις τροποποιήσεις του τρόπου ζωής με στόχο να παρακολουθούμε την υγεία του εγκεφάλου, έτσι ώστε να μειώσουμε την εξέλιξη των ατόμων προς την άνοια» σημειώνει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ Claudia Satizabal, από το Ινστιτούτο Glenn Biggs της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τέξας στο San Antonio (UT Health).
Σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια-Ντέιβις και το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, οι συγγραφείς της μελέτης διεξήγαγαν μια μελέτη απεικόνισης του εγκεφάλου με μαγνητική τομογραφία (MRI) που περιλάμβανε 1.000 άτομα από τη Μασαχουσέτη που συμμετείχαν στη μελέτη Framingham Heart Study. To εγχείρημα περιλάμβανε και άλλα 500 άτομα από μια κοορτή της Καλιφόρνιας. Κατά μέσο όρο, και οι δύο κοόρτες ήταν ηλικίας περίπου 70 έως 74 ετών τη στιγμή που υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία.
«Το μεγάλο ενδιαφέρον αυτής της έρευνας είναι ότι, επαναλαμβάνοντας την παρατήρηση σε πρόσθετα δείγματα, συμπεράναμε ότι το πάχος της φλοιώδους φαιάς ουσίας αποτελεί έναν δείκτη που θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για τον εντοπισμό των ατόμων με υψηλό κίνδυνο άνοιας» αναφέρει η Δρ Claudia Satizabal.
Οι διαφορετικές μορφές άνοιας επηρεάζουν διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου. Ωστόσο, η νόσος Αλτσχάιμερ και η μετωποκροταφική άνοια επηρεάζουν τον φλοιό του, ενώ η νόσος Αλτσχάιμερ είναι ο πιο κοινός τύπος άνοιας. Η μελέτη, συνεπώς, έκανε μια σύγκριση μεταξύ ασθενών με άνοια και ατόμων χωρίς διαγνωσμένη γνωστική εξασθένιση τη στιγμή της μαγνητικής τομογραφίας.
«Ανατρέξαμε στις μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου που είχαν γίνει 10 χρόνια νωρίτερα και στη συνέχεια τις αναμείξαμε για να δούμε αν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ένα μοτίβο που να διακρίνει αξιόπιστα εκείνους που αργότερα εμφάνισαν άνοια από εκείνους που δεν εμφάνισαν. Αυτού του είδους η μελέτη είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει διαχρονική παρακολούθηση για αρκετά χρόνια» εξηγεί η Δρ Sudha Seshadri, διευθύντρια του Ινστιτούτου Glenn Biggs στο UT Health San Antonio και ανώτερη ερευνήτρια της Framingham Heart Study.
Τα αποτελέσματά τους ήταν ομοιόμορφα σε όλους τους πληθυσμούς και σε γενικές γραμμές, οι πυκνότερες λωρίδες συσχετίστηκαν με καλύτερα αποτελέσματα για την υγεία του εγκεφάλου και οι λεπτότερες λωρίδες με χειρότερα.
Προχωρώντας προς τα εμπρός, οι συγγραφείς της μελέτης θέλουν να συνεχίσουν να διερευνούν τους παράγοντες κινδύνου που ενδεχομένως σχετίζονται με την παρατηρούμενη αραίωση του ιστού. Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, διατροφή, γενετική και έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους.