Την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, δίνοντάς της την επενδυτική βαθμίδα, «BBB-» ανακοίνωσε το βράδυ της Παρασκευής 20 Οκτωβρίου 2023, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s.
Μετά την εξέλιξη αυτή τα στα ελληνικά ομόλογα αναβαθμίζουν το αξιόχρεό τους σε ΒΒΒ- από ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές.
Είναι ο δεύτερος από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, τους οποίους λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που προχώρησε στην κίνηση αυτή, καθώς είχε προηγηθεί στις 8 Σεπτεμβρίου ο καναδικός οίκος DBRS.
H Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα και από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s. Τα ελληνικά ομόλογα βαθμολογούνται πλέον με ΒΒΒ- (από BB+ που ήταν η βαθμολογία μέχρι σήμερα) ενώ οι προοπτικές της οικονομίας χαρακτηρίζονται πλέον ως θετικές. Τα δημόσια οικονομία της Ελλάδας βελτιώνονται αναφέρει στην έκθεσή της η S&P ενώ συμπληρώνει ότι περιμένει περισσότερες μεταρρυθμίσεις οι οποίες σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των επενδυτικών κεφαλαίων από την ΕΕ μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2023-2026. Η S&P αναφέρει ότι θα αναβαθμίσει περαιτέρω την ελληνική οικονομία αν το επόμενο χρονικό διάστημα μειωθεί σημαντικά η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με ανάρτησή στο Χ αναφέρει: «Ένα σημαντικό ορόσημο σήμερα, καθώς η Standard and Poors αναβαθμίζει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα. Υπερήφανος για την αναγνώριση των όσων έχει επιτύχει η χώρα μας. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε την μεταρρυθμιστική μας ατζέντα, ένα μονοπάτι που ελκύει επενδύσεις, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και επιτυγχάνει ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς».
Μετά την ανακοίνωση του αμερικανικού οίκου, ο υπουργός Οικονομικών έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης της S&P με την οποία η Ελλάδα αποκτά την επενδυτική βαθμίδα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η S&P είναι ο τέταρτος κατά σειρά οίκος αξιολόγησης και ο δεύτερος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που αποδίδει τους τελευταίους μήνες επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια. Η ίδια η έκθεση της S&P είναι παραπάνω από θετική και τόσο εύγλωττη που προσωπικά δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Ας τη διαβάσουν όσοι κατ’ εξακολούθηση προσπαθούν να υποτιμήσουν τις προσπάθειες και τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής στην οικονομία.
Η χώρα είναι μπροστά σε ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας καθώς συνδυάζονται το σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής με την πολιτική σταθερότητα. Και είναι πατριωτικό μας καθήκον να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία και να προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος όλων των Ελλήνων, ιδιαίτερα δε των ασθενέστερων.
Όπως υπογράμμισα πρόσφατα και στο ECOFIN, η Ελλάδα ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων που είναι σε εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τους νέους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας, είναι και θα παραμείνει προσανατολισμένη στην πολιτική της δημοσιονομικής σοβαρότητας. Πολιτική που αποτελεί τη μοναδική σταθερή βάση για την διατήρηση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές, την προσέλκυση επενδύσεων και την διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Υπενθυμίζεται ότι η S&P υπογραμμίζει στη σχετική της έκθεση, πως αποδίδει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα επειδή συντρέχουν οι ακόλουθοι παράγοντες:
1. Η σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, η οποία υποστηρίζεται από ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας και έχει σαν αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους που η ίδια θέτει.
2. Η καθαρή εντολή που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.
3. Η συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους το οποίο σύμφωνα με την S&P αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138 % το 2026, έναντι 189 % του ΑΕΠ το 2020. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, «το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 17,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό (5,6%) ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης».
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση: «Η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και στη συνέχεια από την πανδημία COVID-19 ενίσχυσε την αύξηση των επενδύσεων και την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την πρόοδο στην πώληση και διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώθησαν σε πρόσθετες επενδύσεις».
Σημειώνεται ακόμη το υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, παρά τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών. Και αυτό λόγω των επιδόσεων – ρεκόρ στον τουρισμό, της αύξησης των επενδύσεων, της μείωσης της ανεργίας και της βελτίωσης της χρηματοδότησης της οικονομίας. Επίσης, ότι ο πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται και βαδίζει προς τον στόχο της ΕΚΤ για επίπεδα κάτω του 2%.