Το πιο απλό πράγμα μπορεί να είναι τόσο θεμελιώδες εκείνη τη στιγμή, που να βοηθάει την ψυχή του διασωθέντα να απομακρυνθεί από το έρεβος. Αυτό λέει στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ο Δημήτρης Χαλιώτης, πατρινός εθελοντής διασώστης στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Σε κάθε μεγάλο δυστύχημα και καταστροφή με επίκεντρο τον άνθρωπο, η οργάνωση συνδράμει τα θύματα με ομάδες ανθρώπων, η καθεμία από τις οποίες έχει επιφορτιστεί με διαφορετικό ρόλο. «Η ψυχολογική υποστήριξη ξεκινάει από την ώρα ακόμα που παρέχεις τις Α΄ βοήθειες σε έναν άνθρωπο. Ο τρόπος που του μιλάς αλλά κι η στάση του σώματος σου πρέπει να είναι τέτοια που αυτόματα θα τον ηρεμήσουν και θα τον ανακουφίσουν. Είναι αυτά που θα καλλιεργήσουν ένα κλίμα ασφάλειας στον άνθρωπο που ήρθε αντιμέτωπος με κάτι τρομερό. Θα χρειαστεί βέβαια αρκετή ώρα για να βγει από τη σύγχυση και να αρχίσει να εκδηλώνεται», λέει ο κ. Χαλιώτης.
Προσθέτει πως «για να αρχίσει να νιώθει ξανά άνθρωπος, ο άνθρωπος, πρέπει γρήγορα να καλύψεις βασικές του ανάγκες- πείνα, δίψα, ανάγκη για ζέστη. Ένα ζευγάρι παπούτσια για να μετακινείται στον χώρο, θα τον κάνει αυτομάτως να νιώσει καλύτερα. Κάνουμε τα πάντα για να δημιουργήσουμε ένα κλίμα ασφάλειας».
Το επόμενο που πρέπει να μεταδοθεί άμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, είναι πως: «υπάρχει ελπίδα, υπάρχει νόημα, όσα ακραία πράγματα κι αν έχουμε ζήσει», λέει ο κ. Χαλιώτης και συνεχίζει: «Φράσεις όπως η παραπάνω, τους κάνει λειτουργικούς, τους υπενθυμίζει το νόημα της ζωής, τους ενισχύει την αυτοπεποίθηση».
Και αφού κατακτηθεί και το παραπάνω στάδιο, οι εθελοντές τους Ερυθρού Σταυρού προσπαθούν να δώσουν στους βασανισμένους ανθρώπους κι έναν ρόλο, μια αρμοδιότητα, ακόμα και αν είναι μόλις για δύο 24ωρα σε έναν εφήμερο χώρο παραμονής. «Αυτή η αρμοδιότητα μπορεί να είναι απλώς το να μιλήσουν σε έναν διπλανό τους, ο οποίος χρειάζεται παρηγοριά» εξηγεί.
Το πολύτιμο πρώτο τηλεφώνημα
«Ας πούμε ότι παρακολουθείς από διακριτική απόσταση ένα τηλεφώνημα. Έχεις εξηγήσει ότι η διάρκεια του πρέπει να είναι αυστηρά τρία λεπτά, επειδή πρέπει να προλάβουν να μιλήσουν όλοι. Οι άνθρωποι εδώ λέγανε τα αυτονόητα: “είμαι καλά”, “είμαι ασφαλής”, “όποτε μπορέσω, θα σε ξαναπάρω”, “σου μιλάω από τηλέφωνο του Ερυθρού Σταυρού, μπορείς να απευθυνθείς και εσύ για εμένα εκεί”», περιγράφει η Μαρία Λιανδρή, τομεάρχης «Αναζητήσεων και Αποκατάστασης Οικογενειακών Δεσμών» στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, για αυτό το πολύτιμο, για την ψυχολογία, πρώτο τηλεφώνημα στους συγγενείς.
Η ίδια περιγράφει και πως εξελίσσεται ένα τέτοιο τηλεφώνημα: «Οι πιο νέοι άνθρωποι καλούν τις μητέρες τους, τους πατεράδες τους. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούς τα επιφωνήματα, τη συγκίνηση. Αυτή είναι η στιγμή που εμείς που είμαστε στο πεδίο, σκεφτόμαστε πως θα θέλαμε να έχουμε μια πολυθρόνα για να περνούν όλοι οι πολίτες μιας χώρας από εκεί και να το παρακολουθούν. Θα άλλαζε πάρα πολύ η σκέψη μας απέναντι στους ανθρώπους, γενικώς. Γιατί ίδιες είναι οι σκηνές, είτε έχεις έναν σεισμοπαθή που μιλάει με τον συγγενή του και αυτός είναι Έλληνας, είτε έχεις έναν νεαρό Σύρο που καλεί την μητερα του στην πατρίδα του. Ο τρόπος που αγωνιά ο άνθρωπος είναι ίδιος σε όλο τον κόσμο».
Διερμηνεία και συναισθηματική υποστήριξη
Η Μαρία Θεοδωρακοπούλου, κοινωνική λειτουργός του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε επίσης από την αρχή της τραγωδίας στην Καλαμάτα. Έμεινε εκεί μέχρι σήμερα το απόγευμα που ξεστήθηκε ο προσωρινός χώρος παραμονής των διασωθέντων.
Ποια ήταν η δική της συμβολή;
«Στεκόμασταν διακριτικά δίπλα τους και τούς δείχναμε πως είμαστε εκεί για να μας μιλήσουν και να μας εκφράσουν τις ανάγκες τους αλλά και το τι σκέφτονται», λέει η ίδια.
Η Σαϊμά Φαρουσί είναι εργαζόμενη στο κομμάτι της Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών της ΕΠΑΨΥ (Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας).
Η ίδια έχει καταγωγή από τη Συρία και γεννήθηκε στην Ελλάδα πριν από 27 χρόνια. Η καταγωγή της και το γεγονός πως γνωρίζει να μιλάει άριστα αραβικά, την καθιστούν «πρόσωπο αναφοράς» για πρόσφυγες και μετανάστες σε περιστατικά όπως το ναυάγιο στα ανοιχτά της Πύλου.
Για τις υπηρεσίες που προσέφερε επί δύο ημέρες στην Καλαμάτα λέει πως αυτές αφορούσαν σε συναισθηματική υποστήριξη και σε διερμηνεία, παρότι το τελευταίο δεν είναι κανονικά κομμάτι της εργασίας της. «Ελλείψει όμως διερμηνέων στο σημείο, χρειάστηκε να το κάνω συνεχώς».
Η ίδια σημειώνει πως η παρουσία της εκτιμήθηκε δεόντως. «Με ρωτούσαν που βρίσκονται και κυρίως τι θα ακολουθήσει μετά. Δεν ήμασταν κι εμείς ενήμεροι από την αρχή αλλά δεν επιτρεπόταν κιόλας να δώσουμε πολύ αναλυτικές απαντήσεις. Το να απαντάς όμως στη γλώσσα τους, τούς παρηγορεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Κυρίως το ότι αυτός που τους ακούει, καταλαβαίνει απόλυτα τι περιγράφουν. Γίνεσαι δικός τους άνθρωπος».