Δημόσιο χρέος: Πόσο επικίνδυνο είναι;

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου


Ο Γάλλος θεωρητικός Ζαν-Φρανσουά Μελόν (1736) υποστήριζε ότι «ένα εθνικό
χρέος συνίσταται σε χρέη που γίνονται από τα δεξί χέρι προς το αριστερό
—αλλά, με τις μεταβιβάσεις αυτές, δεν εξασθενεί το σώμα αν προσλαμβάνει την
απαραίτητη τροφή που ξέρει πώς να την κατανείμει»

 

Σε παλαιότερο περί δημοσίου χρέους σημειωμά μας, τονίζαμε ότι η
πρακτική αυτή είναι πολύ παλιά και ο ρόλος του είναι, στην ουσία, η ενίσχυση
της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Από το 1870 και μετά όμως,με την
κορύφωση και εξάπλωση της βιομηχανικής επανάστασης, το εργαλείο αυτό
απέκτησε, για ευνοήτους λόγους, και κοινωνικο-οικονομικό
περιεχόμενο.Ετσι,μετά τον Α’παγκοσμιο πόλεμο, υπό την πίεση οικονομολόγων
όπως ο Τζων Μαίηναρντ Κέύνς και άλλοι πριν και μετά από αυτόν,το δημόσιο
χρέος είναι κορυφαίο εργαλείο πολιτικής, ενίοτε δε βαθύτατα συντεχνιακής.
Σήμερα,μετά από αλλεπάλληλες κρίσεις, η περί δημοσίων χρεών
συζήτηση αφορά στην σημασία τους, αφ' ενός, και στο μέγεθός τους, αφ'
ετέρου,γιατι η ύπαρξή τους έχει ήδη και γεωπολιτικό χαρακτήρα.
Κατά κύριο λόγο, στο επίπεδο αυτό δύο είναι οι οικονομικές σχολές που
αντιπαρατίθενται. Από την μία πλευρά η εμπνεόμενη από τους Άνταμ Σμιθ,
Ρικάρντο, Μίλτον Φρήντμαν και άλλους φιλελεύθερους οικονομολόγους και,
από την άλλη, η παρεμβατική σχολή (Κέϋνς, Μπαρό κ.α.), η οποία και
κυριάρχησε από τα μέσα του 20 0u αιώνα και μετά. Σήμερα δε, με αφορμή την
γνωστή χρηματοοικονομική κρίση,αλλά και την πανδημία, βρίσκεται εκ νέου
στο προσκήνιο. Μπορεί οι κρατικές παρεμβάσεις να έσωσαν την παγκόσμια
οικονομία από πιο επώδυνες συνέπειες των δύο κρίσεων, ωστόσο το διεθνές
δημόσιο χρέος αποτελεί πλέον ωρολογιακή βόμβα. Ας δούμε, όμως, την ιστορία.
Ποιο χρέος χαρακτηρίζεται υψηλό και υπό ποιούς όρους; Σύμφωνα με
τον μυθιστορηματικό ήρωα του Καρόλου Ντίκενς στο έργο του «Δαυίδ
Κόππερφιλντ», κύριο Μικόμπερ, κάθε έλλειμμα είναι υπερβολικό. Υποστήριζε
έτσι ότι: «Ετήσιο εισόδημα 20 λίρες, ετήσιες δαπάνες 19,96, αποτέλεσμα
ευτυχία. Ετήσιο εισόδημα 20 λίρες, ετήσιες δαπάνες 20,06, αποτέλεσμα
δυστυχία». Αυτή είναι η άποψη που έχουν κάποιοι Αμερικανοί πολιτικοί και
οικονομολόγοι, οι οποίοι προτείνουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και,
βεβαίως, μηδενικά δημόσια χρέη.
Αντιθέτως, στην Ευρώπη, ακόμα και μη κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, αλλά
και όλοι οι πολιτικοί, τάσσονται λιγότερο υπέρ της άποψης του Μικόμπερ. Η
Συνθήκη του Μάαστριχτ όρισε ότι οι χώρες που επιθυμούν να γίνουν μέλη σε
μία ένωση με ενιαίο νόμισμα δεν θα πρέπει να παρουσιάζουν έλλειμμα
μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ, ούτε χρέη που να ξεπερνούν το 60% —αν και
κανένα από τα δύο αυτά κριτήρια δεν εφαρμόστηκε αυστηρά. Σήμερα δε τα
κριτήρια αυτά έχουν παραβιασθεί κατάφωρα, ιδιαιτέρως στο Ηνωμένο Βασίλειο
που έχει ιστορικές σχέσεις με υψηλά, αν όχι δυσθεώρητα, δημόσια χρέη.
Ωστόσο, η βρεταννική ιστορική εμπειρία γιγαντιαίων δημοσίων χρεών
υποχρεώνει σε διανοητική γυμναστική. Κατά τον Ν.Φέργκιουσον, κάθε θεωρία
που εξετάζει την οικονομική σημασία του δημοσίου χρέους πρέπει να
ερμηνεύσει γιατί η Βρεταννία όχι μόνον στάθηκε ικανή να ξεπεράσει, από
οικονομικής και δημογραφικής απόψεως, ανώτερους ανταγωνιστές της, τόσο
στον 18 0 όσο και στον 20 0 αιώνα, αλλά και γιατί κατάφερε να αποφύγει τις
εσωτερικές πολιτικές κρίσεις που εκδηλώθηκαν στην Γαλλία και την Γερμανία
και οι οποίες σχετίζονται με τις επιβαρύνσεις λόγω του υψηλού χρέους. Μα,

πάνω απ' όλα, πρέπει να ερμηνεύσει γιατί αναδείχθηκε το «πρώτο βιομηχανικό
έθνος», παρά το βάρος ενός δημοσίου χρέους με πρωτοφανές μέγεθος και
διάρκεια

Η ανησυχία που εκφράζεται για τις συνέπειες στο μακροοικονομικό
επίπεδο λόγω των υψηλών δημοσίων χρεών δεν είναι νέο φαινόμενο. Όταν ο
Ντέηβιντ Χιουμ αναλογιζόταν το διογκούμενο εθνικό χρέος της Βρεταννίας το
1752, είδε τους «σπόρους της καταστροφής να είναι σκορπισμένοι εδώ με τόση
αφθονία, ώστε να είναι αδύνατον να μην τους προσέξει ακόμα και ο πιο
αδιάφορος παρατηρητής». Ο σερ Τζέημς Στιούαρτ, γράφοντας 15 χρόνια μετά,
συμφωνούσε ότι: «Αν δεν επιβληθεί έλεγχος στην αύξηση του μεγέθους των
δημοσίων χρεών, αν τα αφήσουμε να συσσωρεύονται και εάν το πνεύμα του
έθνους μπορεί στωικά να υποταχθεί στις φυσικές συνέπειες ενός τέτοιου
προγράμματος, τότε η κατάληξη θα είναι σίγουρα αυτή: κάθε περιουσία, δηλαδή
εισόδημα, θα κατασπαραχθεί από τους φόρους».
Ο Άνταμ Σμιθ, στον «Πλούτο των Εθνών», υποστήριζε ότι η οικονομία
που αναπτύσσεται με δάνεια, παραγκωνίζει συνήθως τις ιδιωτικές επενδύσεις
και συνεπώς συμπιέζει τον σχηματισμό ιδιωτικών κεφαλαίων. Ο Ρικάρντο
αποκάλεσε το εθνικό χρέος «μία από τις φοβερές μάστιγες που εφευρέθηκαν
ποτέ για να ταλανίζουν ένα έθνος Ένα συντριπτικό άχθος που παραλύει κάθε
προσπάθεια». Η ηθικολογική φύση της κριτικής αυτής άσκησε ισχυρή επίδραση
στους πολιτικούς της Βικτοριανής Εποχής. Τον Μάρτιο του 1854, ο
Γκλαντστόουν, ενώ υποστήριζε μάταια ότι ο Κριμαϊκός Πόλεμος θα μπορούσε
να καλυφθεί μέσω της τρέχουσας φορολογίας, περιέγραφε «τις δαπάνες του
πολέμου» ως έναν «ηθικό έλεγχο που ο Μεγαλοδύναμος αρέσκεται να επιβάλλει
στην φιλοδοξία και τον πόθο της κατάκτησης, στοιχεία εγγενή σε τόσα έθνη».
Ωστόσο, στις παραπάνω απόψεις υπάρχει και αντίλογος. Ο συγγραφέας
του 18 0υ αιώνα Ισαάκ ντε Πίντο υποστήριζε ότι τα εθνικά χρέη μπορούν να
αποτελούν θετικό ερέθισμα για ανάπτυξη, εφόσον «τα χρέη, αν δεν λήγουν ποτέ
και δεν έχουν καμμία κρίσιμη περιορισμένη διάρκεια χρόνου να φοβούνται, είναι
σαν να μην υπάρχουν». Υποστήριζε ότι κάθε νέο δάνειο «δημιουργεί ένα νέο,
επίπλαστο κεφάλαιο —που δεν υπήρχε πριν— και το οποίο γίνεται μόνιμο, πάγιο
και σταθερό, σαν να ήταν αληθινός θησαυρός». Ο Τόμας Μάλθους εξέφρασε
άποψη κατά της εξόφλησης του εθνικού χρέους, αιτιολογώντας την θέση του με
βάση το γεγονός ότι, χάρη σ' αυτό που σήμερα θα μπορούσαμε να
αποκαλέσουμε «φαινόμενο της ευμάρειας», η κατανάλωση των ομολογιούχων
δίνει ώθηση στην συνολική ζήτηση. Σύμφωνα με μία λιγότερο πολύπλοκη
ανάλυση, ένα εθνικό χρέος θα μπορούσε να θεωρείται ότι ενισχύει την δύναμη
του κράτους, ακόμη και την αίγλη του. Το 1781, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον —η
ιδιοφυΐα της πρώιμης αμερικανικής δημοσιονομίας— διακήρυττε: «Ένα εθνικό
χρέος, αν δεν είναι υπερβολικό, θα είναι για εμάς εθνική ευλογία, ένα ισχυρό
μέσον εδραίωσης τους έθνους μας».
Στην διάρκεια του 20 0υ αιώνα, η ανάπτυξη δημοσίων χρεών πήρε πολύ πιο
εξελιγμένες μορφές και βεβαίως έφερε την σφραγίδα του Κέϋνς. οι πρώτοι
οπαδοί του Βρεταννού οικονομολόγου υποστήριζαν ότι το δημόσιο χρέος θα
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «λειτουργική» τακτική του ελλειμματικού
προϋπολογισμού, για να διεγείρει μία οικονομία που λειτουργεί χωρίς να μπορεί
να προσφέρει πλήρη απασχόληση. Τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα και,
συνεπώς, τα χρέη, θα ήταν τονωτικά σε περιόδους κρίσης. Πιο πρόσφατα,
επικρατεί η άποψη ότι η ανάπτυξη των δημοσίων χρεών μπορεί, αν οι αγορές δεν
είναι ατελείς, να συμβάλλει στον σχηματισμό κεφαλαίου και στην οικονομική
πρόοδο, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων
—και, για την ακρίβεια, «εισάγοντας νέα χρεόγραφα που επεκτείνουν τις
ευκαιρίες καταμερισμού κινδύνου».(αφετηρία απίθανων μοχλεύσεων)

Οι ιστορικοί υπέδειξαν ότι αυτό βοηθάει στην ερμηνεία της οικονομικής
επιτυχίας της Βρεταννίας κατά τον 18 0 αιώνα, παρά τις υψηλές επιβαρύνσεις του
χρέους. Λέγεται επίσης ότι η θετική σχέση μεταξύ χρέους και σχηματισμού
κεφαλαίου ήταν κατ' εξοχήν ισχυρή στην τελευταία φάση των Ναπολεόντειων
Πολέμων, όταν οι δανεισμοί χρησιμοποιούνταν για να εξοφληθούν τα
βρεταννικά πλοία και οι πολεμικοί εξοπλισμοί. Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι ο
κρατικός δανεισμός δημιούργησε ουσιαστικά την αγορά ομολόγων και μετοχών
του ιδιωτικού τομέα. Το 1853, τα βρεταννικά κρατικά ομόλογα αντιστοιχούσαν
σε περίπου 70% των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου χρεογράφων.
Μέχρι το 1913, το ποσοστό είχε μειωθεί κάτω από το 10% —όμως, η επίδραση
των παγκόσμιων πολέμων στην αύξηση του κρατικού χρέους και στην αναστολή
έκδοσης χρεογράφων του ιδιωτικού τομέα έφερε την αναλογία και πάλι στο 55%
το 1950. Ακόμα και το 1980, τα κρατικά χρεόγραφα αντιστοιχούσαν σε
περισσότερο από το 1/5 της αγοραίας αξίας όλων των χρεογράφων στο
Χρηματιστήριο του Λονδίνου και στο 60% της ονομαστικής αξίας.
Ένα ακόμα στοιχείο που αιτιολογεί τα δημόσια χρέη είναι ότι οι
μεταβιβάσεις τις οποίες επιφέρουν, απλώς δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Στο
έργο του «Essai politique sur 1e commerce» (1736), ο Γάλλος θεωρητικός Ζαν-
Φρανσουά Μελόν υποστήριξε ότι ένα εθνικό χρέος συνίσταται «σε χρέη που
γίνονται από τα δεξί χέρι προς το αριστερό —αλλά, με τις μεταβιβάσεις αυτές,
δεν εξασθενεί το σώμα αν προσλαμβάνει την απαραίτητη τροφή που ξέρει πώς
να την κατανείμει». Η εν λόγω διαπίστωση προμάντεψε την άποψη ότι το χρέος
δεν είναι απαραίτητα χειρότερο, σε μακροοικονομικούς όρους, από την
φορολογία, επειδή, κατά τα λεγόμενα του οικονομολόγου Ρόμπερτ Μπάρο, «τα
νοικοκυριά θεωρούν ότι μία τρέχουσα συνολική φορολογία του ενός δολλαρίου
και ένα τρέχον έλλειμμα προϋπολογισμού του ενός δολλαρίου είναι ισοδύναμα».
Η καίριας σημασίας υπόθεση στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι, για
οποιοδήποτε νοικοκυριό που έχει αίσθηση ευθύνης απέναντι στην επόμενη γενιά,
ένας φόρος που θα επιβληθεί αύριο, για την εξόφληση του σημερινού δανεισμού,
αντιστοιχεί με τον ίδιο φόρο σήμερα. Υπό αυτό το πρίσμα, τα κρατικά
ελλείμματα το μόνο που κάνουν είναι να επηρεάζουν «την επιλογή του
κατάλληλου χρόνου μιας γνήσιας οικονομικής δραστηριότητας», από την άποψη
ότι επηρεάζουν το χρονικό πλαίσιο της φορολογίας. Ουσιαστικά, όταν οι φόροι
είναι παραμορφωτικοί —δηλαδή, όταν επιβάλλουν παραμορφώσεις στην
οικονομία οι οποίες θα μειώσουν την ανάπτυξη κάτω από το βέλτιστο επίπεδό
της— τα ελλείμματα μπορούν να διαδραματίσουν έναν ευεργετικό ρόλο
εξομάλυνσης των φόρων, αφήνοντας το περιθώριο να μετατεθούν χρονικά οι
πληρωμές που καλύπτουν έκτακτα γεγονότα, όπως πόλεμοι ή οικονομικές
υφέσεις, σε περιόδους μεγαλύτερης ευημερίας. Δεδομένου ότι οι φόροι είναι
συνήθως παραμορφωτικοί, το επιχείρημα αυτό είναι σημαντικό
(7

όταν πρόκειται για τον δημόσιο δανεισμό- σε περίοδο κρίσης. Αυτά
υπογραμμίζει ο Ν.Φέργκιουσον και προσφέρει ένα σημαντικό στοιχείο σε
όποιον θα ήθελε να ερμηνεύσει την παρατηρούμενη κρατική υπερχρέωση
σήμερα
Στο επίπεδο αυτό, σημαντική είναι η συμβολή του οικονομολόγου Γκ.
Κοτλικόφ, που υποστηρίζει ότι, στην σύγχρονη θεωρία της δημοσιονομικής
πολιτικής, η ζωτική έννοια είναι ο διαχρονικός περιορισμός του κρατικού
προϋπολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο της «διαγενεακής λογιστικής»
όσων είναι εν ζωή συν των μελλοντικών γενεών, θα πρέπει να ισούται με το
σύνολο των μελλοντικών κρατικών αγορών συν το καθαρό κρατικό χρέος. Η
διαγενεακή λογιστική αντιπροσωπεύει το σύνολο των σημερινών αξιών των
μελλοντικών τελικών φόρων (φόροι που καταβλήθηκαν, μείον τις πληρωμές

μεταβίβασης που παρελήφθησαν), που αναμένεται ότι θα καταβληθούν από τα
μέλη μιας συγκεκριμένης γενιάς στο υπόλοιπο της ζωής τους, αν υποθέσουμε ότι
η τρέχουσα πολιτική θα παραμείνει η ίδια. Το σύνολο της διαγενεακής
λογιστικής όλων των μελών όλων των εν ζωή είναι το πόσο θα πληρώσουν τα
μέλη αυτά που είναι σήμερα εν ζωή για τους κρατικούς λογαριασμούς.
Οι κρατικοί λογαριασμοί, από την άλλη, είναι το σύνολο με την σημερινή
αξία όλων των μελλοντικών κρατικών αγορών αγαθών και υπηρεσιών, συν το
επίσημο τελικό χρέος του κράτους (το επίσημο χρηματοοικονομικό παθητικό
του, μείον τα επίσημα περιουσιακά στοιχεία του, συμπεριλαμβανομένης της
αξίας των επενδύσεών του στον δημόσιο τομέα). οι λογαριασμοί που δεν
πληρώνονται από τις σύγχρονες γενιές πρέπει να πληρωθούν από τις
μελλοντικές. Αυτή είναι η μηδενική φύση του διαχρονικού περιορισμού του
κρατικού προϋπολογισμού. Ουσιαστικά, το υπάρχον χρέος πρέπει
μακροπρόθεσμα να χρηματοδοτείται πλήρως με αθροιστικά πλεονάσματα του
προϋπολογισμού.
Παρόλα αυτά, οι διαφορετικές επιλογές των δημοσιονομικών
χαρακτηρισμών μπορούν να τροποποιήσουν την διαγενεακή λογιστική και το
κρατικό χρέος με ίσα απόλυτα ποσά, αφήνοντας την λογιστική της επόμενης
γενιάς και τις μελλοντικές αγορές της κυβέρνσησης αμετάβλητες.
Συνεπώς, από οικονομικής άποψης, το σημαντικότερο μέτρο δημοσίου χρέους
ίσως δεν είναι το τρέχον ανεξόφλητο ονομαστικό ποσό χρέους, αλλά η σχέση
μεταξύ σημερινών και μελλοντικών επιβαρύνσεων φόρου. Από την άλλη πλευρά
και από πολιτικής άποψης, το σημαντικότερο μέτρο δημοσίου χρέους είναι
πιθανότατα το τρέχον κόστος της εξυπηρέτησης χρέους ως αναλογία των
κρατικών δαπανών. Αυτό ασφαλώς αποτελεί το πλέον ορατό μέτρο για μία
κυβέρνηση που πασχίζει να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις, για τον
απλό λόγο ότι κάθε δεκάρα που δαπανάται για την εξυπηρέτηση χρέους
—ουσιαστικά, το τρέχον κόστος της πολιτικής του παρελθόντος— είναι μία
δεκάρα που δεν μπορεί να δαπανηθεί για την σημερινή πολιτική (κόστος
ευκαιρίας).
Η θέση αυτή προσφέρει και μία σημαντική δυνατότητα ερμηνείας της
σημερινής κρίσεως, η οποία, αν κανείς πάει σε βάθος, απετέλεσε το εφαλτήριο
για να μπορούν εσαεί οι κυβερνήσεις να «παίζουν» με το δημόσιο χρέος εις
βάρος των γενεών του αύριο. Αυτός είναι εξάλλου και ο ρόλος του
πολυθρύλητου ευρωπαικού Ταμείου Ανάκαμψης,ο ρόλος του οποίου για τη
μελλοντική πορεία της ΕΕ, θα είναι καθοριστικός.

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ