Το καράβι πιάνει λιμάνι. Μακρόνησος. Η μπουκαπόρτα ανοίγει με θόρυβο. Ο κόσμος βγαίνει χαρωπά και ανηφορίζει προς το διοικητήριο. Στέκομαι με τον πατέρα μου και κοιτάμε.
-Τον βλέπεις αυτό τον δρόμο;
-Ναι.
-Από εδώ και από εκεί υπήρχαν αλφαμήτες με κάτι τεράστια ρόπαλα. Έβγαινες και έπρεπε να ανέβεις μέσα σε βρισιές και φωνές οργής. Το ξύλο έπεφτε σωρηδόν. Οι περισσότεροι έπεφταν κάτω προτού φτάσουν στο τέλος.
-Εσύ ανέβηκες;
-Ανέβηκα.
-Και αυτή και την ανηφόρα της ζωής, του είπα και τον αγκάλιασα.
-Πάμε;
-Θα πας μόνος σου πια και θα τα πούμε μετά. Θα σε περιμένω.
Κοιτούσα την ανηφόρα με τρόμο. Ψηλά, στο βάθος, το διοικητήριο και δίπλα μια ανοιχτή εκκλησία. Τα αγριοκάτσικα έκαναν βόλτες στο ιερό.
Ξεκίνησα με βάρος στο στήθος, κάθε ανάσα και λυγμός. Τα πόδια μου μετρούσαν τον χρόνο. Κάποτε έφτασα ασθμαίνων στο ύψωμα. Ένοιωσα τα ρούχα μου κουρέλια και το σώμα μου να πονά. Άντεξα όμως. Γύρισα πίσω να δω τον πατέρα μου. Πουθενά. Είχε φύγει μαζί με το πλοίο που έπλεε μέσα στο απέραντο γαλάζιο της μνήμης.
Ένα χέρι με αγγίζει. Γυρνώ. Ο γιος μου γελά.
-Θα έρθεις;
-Πού;
-Στο σπίτι.
-Μα έχω γυρίσει του λέω και χάνομαι στο μπλε του ουρανού…