Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή που έχει κοπάσει η υπερπαραγωγή βιβλίων και ειδικά στο κομμάτι του ελληνικού διηγήματος.
Θέλεις το υψηλό κόστος της έκδοσης; Θέλεις η αίσθηση ότι υπέρλαμπρο αστέρι δεν γίνεται εύκολα κάποιος; Θέλεις η συνειδητοποίηση πως κέρδος από την συγγραφή δεν είχαν παρά ελάχιστοι κορυφαίοι του είδους , σε μια χώρα με περιορισμένο αναγνωστικό κοινό και μια γλώσσα που, παρά την σημαντικότητά της, δεν ξεφεύγει του χαρακτηρισμού μειονοτικής, σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό; Όπως και να έχει, λιγότερες εκδόσεις και κατά συνέπεια λιγότερες προτάσεις γίνονται στο επίπεδο των αξιόλογων πονημάτων , που δεν σημαίνει και απαραίτητα ευπώλητων, μια και η παθογένεια του εύκολου κέρδους ακόμη τυραννά τις όποιες επιλογές των λίγων εκδοτικών οίκων που συνεχίζουν να τυπώνουν, αλλά και ορίζει την κοινή γνώμη, που χειραγωγείται από τα επικοινωνιακά μέσα.
Προσωπικά λάτρης της αφαιρετικότητας παραμένω ακόλουθος της κλειστής φόρμας, με πλήρη αίσθηση πως πρέπει να βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση παρά στην μυθιστορηματική της μορφή. Το διήγημα δεν είναι ημερολόγιο και φυσικά δεν θα έπρεπε να είναι δημοσιογραφική καταγραφή, μα ούτε και εξομολόγηση. Ιδανικά είναι μια υπερρεαλιστική έκθεση συμβάντων και βιωμάτων, με τρόπο τέτοιο ώστε οι αισθήσεις να αποτυπώνουν την στιγμή. Άλλοτε ακαριαία και άλλοτε με την πάροδο του χρόνου. Όσο πιο ξαφνικά και όσο πιο λιτά, συγγενεύει με την πεζή ποίηση και όσο πιο πλατιά με μια πλήρη ιστορία, με αρχή μέση και τέλος. Σε κάθε περίπτωση είναι μια άσκηση γραφής που περιορίζεται μέσα σε κανόνες της τέχνης. Πρόκειται για το ξετύλιγμα μιας παραμυθίας. Παραμένει έτσι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει στην λογοτεχνία του πεζού λόγου και αισθητικά προσιτό σε όσους ακόμη επιμένουν να διαβάζουν στην εποχή της εικόνας και της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Στον κόσμο που ζούμε ελάχιστος χρόνος υπάρχει και ακόμη λιγότερος για μελέτη από ένα κοινό, που ακόμη και τις ειδήσεις τις πληροφορείται διαδικτυακά και εν ολίγοις φευγαλέα, μέσα από τις εντυπώσεις οπτικοακουστικών υλικών, με ελάχιστες λεζάντες γραφής, ως σχόλια. Τα μεγάλα κείμενα ή τα μυθιστορήματα δεν μπορούν να ταιριάξουν με την ταχύτητα, τον χρόνο που ορίζει η εποχή και τον απόλυτο καταναλωτισμό που επιβάλλει. Άλλος παλεύει για να επιβιώσει και άλλος πασχίζει να γίνει πλουσιότερος και διασημότερος, καλύτερος από το σύνολο, που ασθμαίνοντας ματαιοπονεί, ξορκίζοντας την κατάρρευση του παλαιού και την αυγή μιας καινούργιας εποχής που αναδύεται. Στους πόνους της γέννας δεν θα έπρεπε να υπάρχει ψέμα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει η πολυτέλεια του δήθεν και η απίθανη βασιλεία του κενού. Μπορεί να είναι μια τρανή ευκαιρία για την ελληνική λογοτεχνία να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό πανανθρώπινων ιδεών, μέσα από την δυνατότητά της να καταγράψει, να αφυπνίσει, να απαλύνει, να λογαριαστεί με το σκοτάδι, να υπηρετήσει το φως που είναι πλούσιο σε μια χώρα σαν την δική μας που με ευγένεια το παρέδιδε πάντα στην ανθρωπότητα. Και το όμορφο στην Ελλάδα είναι είδος που ενδιαφέρει και φυσικά εξάγεται. Το διήγημα λοιπόν ανήκει στην ομάδα των καλών τεχνών. Είναι απαιτητικό είδος , καθότι έχει κανόνες και τρόπους, προϋποθέτει ευαισθησία και ικανότητα, ταλέντο και δυνατότητα καταγραφής αισθημάτων ακόμη και εκεί που μόνο ο σκεπτόμενος διαβάτης – καλλιτέχνης θα έδινε σημασία.
Ένας τέτοιος διαβάτης είναι ο Παναγιώτης Καποδίστριας. Ποιητής άλλωστε καταξιωμένος για τους γνωρίζοντες, αγαπά να περπατά με το χαρτί και την πένα του , όπως κάποιος άλλος με την κάμερα φωτογραφίζει τον ίσκιο του. Μια σκιά που κινείται μέσα από τα νοσταλγικά μάτια του «Απόμαχου» βοσκού, τα «Αναρτημένα ονόματα» της αλειτούργητης κυρίας Μαρκέλλας, την απελπισία και την μοναξιά στην «Πρωτοχρονιάτικη απόγνωση της φίλης» Λετίσιας, την επίγνωση του φθαρτού και του θανάτου στο «Δωμάτιο με τους καθρέφτες» και το «Χρυσό του στόμα» της καλοκάγαθης κυρίας Ευδοξίας. Ο συγγραφέας αγγίζει τον άνθρωπο είτε πρόκειται για τον σαλεμένο Ζήσιμο στην «Διάγνωση», είτε τον παλαιό γόη τον Σπύρο στην «Δύση των πραγμάτων», ή ακόμη και τον εμμονικό γέροντα κουρέα στον «Φακό της ημέρας». Χαϊδεύει τον πόνο και κατανοεί τα λάθη και τις ιδεοληψίες , όταν διαφωνεί με τον Νικόλα στις «Θλιμμένες Τζακαράντες». Μοιράζεται το πικρό ποτήρι μιας ανολοκλήρωτης αγάπης στα «Ασώματα Likes» , την τρέλα που γεννά η μοναξιά στην «Μπουγάδα» της Αλεξάνδρας, την απομυθοποίηση ενός εκκοσμικευμένου κόσμου στις «Προθέσεις με Δοτική» και τον καημό που αναπηδά από τα βάσανα και της υγείας τα παθήματα στο «Θηριοδαμαστήριο 1994». Τα «Κάνει όλα», όπως η μετανάστρια Ιβάνα για να επιβιώσει σε ένα κόσμο που και το ανθρώπινο κορμί είναι είδος προς κατανάλωση, φτωχός και πένης, όπως ο Θοδωρής στα «Περιστέρια των Χριστουγέννων», περπατά και αισθάνεται σε ένα κόσμο «Παρακμιακό» που τα αισθητά νεκρώνονται και ο χρόνος χαμογελά και αποβάλλει κάθε στοιχείο κιτς ή αδιέξοδων ονείρων του «προΘανάτου».
Το «Θηριοδαμαστήριο» Νανοδιηγήματα (ISBN 978-960-91495-5-6), του Παναγιώτη Καποδίστρια , από τις εκδόσεις «Αληθώς – κέντρο Λόγου», Ζάκυνθος 2022, σσ 45, είναι ένα κόσμημα που αξίζει να το αναζητήσει κανείς. Στην αισθητική του συμβάλλει επιπλέον και το χαρακτικό της Άριας Κομιανού, στο εξώφυλλο του βιβλίου.