Άλλο ο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός

του Δημήτρη Μαγριπλή, Δρ. Κοινωνικολογίας , Συγγραφέα


Ως τουρίστας χαίρομαι τα πάντα. Όλα μου φαίνονται υπέροχα και ενθουσιάζομαι με το διαφορετικό. 

 Αισθάνομαι  μια ατελείωτη έκπληξη και επιθυμώ να ζήσω όπως οι ντόπιοι, όσες μέρες βρίσκομαι στα ξένα. Εμένα δεν με αγγίζουν αρνητικές σκέψεις και τίποτα δεν με αποτρέπει από την εμπειρία. Απλά δεν φοβάμαι. Έχω αναπτύξει μια φιλοσοφία που ανέχεται τον άλλο , όχι για αυτό που θέλω μα για αυτό που είναι. Ποτέ δεν κάθισα να ρωτήσω λ.χ. γιατί τρώνε βατράχια ή χέλια. Εκείνο που με   απασχόλησε είναι το πώς. Κοιτούσα  με προσοχή και όταν έμαθα, άρχισα να καταβροχθίζω τεράστιες ποσότητες από πρίγκιπες που ατυχώς δεν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Στην καλύτερη εκδοχή έμειναν μπουτάκια στο κουρκούτι, η έκαναν παρέα με σαλιγκάρια μέσα σε ριζότο .  Με το χέλι το ζήτημα είναι να συνοδεύσεις το φαγητό με το κατάλληλο τσίπουρο  και να φροντίσεις ώστε να μην γίνεις τύφλα. Άσε που και να γίνεις δεν ενοχλεί. Αρκεί να ξέρεις να αντιπαρέλθεις στην κατάσταση.  Κάθεσαι όσο χρειάζεται, πίνεις νερό και επισκέπτεσαι την τουαλέτα. Μετά από ένα δυο καφέδες είσαι έτοιμος να συνεχίσεις την περιήγηση. Πηγαίνεις χαρωπά στα αξιοθέατα. Κάστρα, μουσεία, πάρκα, πλατείες. Χουζουρεύεις στην καλοκαιρία. Μετράς τους περαστικούς και αφιερώνεις χρόνο σε δρώμενα και καθημερινότητες. Μικρά  μαγαζάκια που αναδύουν αρώματα και χρώματα.  Όλα ακέραια , καθαρά, επιθυμητά. Κάνεις τα ψώνια σου και νοιώθεις άρχοντας. Πάνω που αρχίζεις να συνηθίζεις όμως, πρέπει να φύγεις .  Αυτό  είναι το θέμα. Εκεί που νοιώθεις ντόπιος ξεβολεύεσαι. Άντε πάλι να είσαι ο ξένος και περιπλανώμενος. Εδώ είναι παράδεισος  και αρνείσαι να ξαναγυρίσεις στον μίζερο κόσμο σου. «Θα μείνω εδώ», λες και το εννοείς.

Το έχω δηλώσει κατ’ εξακολούθηση. Την τελευταία φορά φόραγα φεσάκι και κοιτούσα την γαλάζια απεραντοσύνη. Όλα οικεία και φιλόξενα. Η γη της Ιωνίας. Τόπος ονειρεμένος και αγαπητός. Στην Έφεσο, ανάμεσα στις πεσμένες κολόνες συνάντησα τον Ηράκλειτο. Μια  όμορφη κόρη πέρασε  σαν οπτασία. Το πέπλο της άγγιξε  τα πάντα με γλυκύτητα. Δίπλα στα ερείπια της παλιάς εκκλησίας καθόταν  ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Έκαναν   σχέδια και οι θεοί, ωσεί παρόντες,  γελούσαν. Καλοκαίρι , τα παιδιά παίζουν με θόρυβο. Επάνω από τους λόφους περνάνε νταλίκες , μεταφέρουν τα αγαθά στο βορρά. Μια μπάλα σκάει κοντά μου. «Πέτα την» μου λένε οι σπόροι. Το κάνω και βάζω γκολ. Είμαι ήρωας. Βρήκα το σπίτι μου. Έχω ακόμη το κλειδί της εξώπορτας. Ανοίγω να πάρει αέρα ο χώρος. Γύρισα  για να μείνω.  

Με βόηθησε σε αυτό η ευκολία μου στις ξένες γλώσσες. Ήδη μιλούσα τα στοιχειώδη, συμπλήρωνα άγνωστες λέξεις  με τα χέρια μου, άφηνα και χώρο στην παγκόσμια γλώσσα του εμπορίου. Αναζητούσα  δουλειά και θα την είχα, αν δεν ξυπνούσα ένα πρωινό να ψάχνω τους φίλους μου. Είχαν όλοι προσαχθεί σε τοπικά αστυνομικά τμήματα για συζητήσεις σχετικά με τις απόψεις τους. «Αναρχικά στοιχεία», μου τόνισε ο ταβερνιάρης χαϊδεύοντας την κοιλίτσα του. Με έπιασε τρόμος, θα συλλάβουν και μένα. Ένας Έλληνας στην Σμύρνη. Μέχρι  να φύγω είχα εφιάλτες. Η γιαγιά μου με μαύρο τσεμπέρι , καθισμένη σε ένα μπόγο με ρούχα με κοίταγε.

- Τι κάνεις εδώ ; μου έλεγε και κοίταζε γύρω με φόβο. Τι να σώσει μέσα στις φλόγες; Την ψυχή και τα παιδία της. Μπήκε σε μια μαούνα και χάθηκε στην νέα πατρίδα.

Πεταγόμουν κάθιδρος, χάθηκε ο μύθος και ο έρωτας. Στους ίδιους δρόμους, που πριν τα γεγονότα έβλεπα μόνο άνθη και ωραίους κήπους, άρχισα να αναγνωρίζω ψυχιατρεία , φυλακές , νοσοκομεία, ακόμη και νεκροταφεία. Σε ένα μπήκα μέσα. Αν αφαιρέσεις τον σταυρό, ίδιο με τα δικά μας. «Πεθαίνουν και εδώ», είπα και με έπιασε τρόμος. Φτάνοντας στο λιμάνι έπεσα σε συνωστισμό. Πλήθος από ντόπιους φώναζαν συνθήματα και κρατούσαν σημαίες. Ένας παρακείμενος μου εξήγησε ότι διαδήλωναν την πίστη τους στο καθεστώς. Η απεραντοσύνη είχε γίνει «γαλάζια πατρίδα» και εγώ πέρασα απέναντι με τα χίλια. Ευτυχώς είχε μπουνάτσα και δεν με πείραξε η θάλασσα. Βγήκα στο νησί και ησύχασα. Έτρωγα γαριδούλες φρέσκιες και πάμφθηνες. Αποφάσισα  να παραμείνω, κοιτώντας την ακτή που είχα αφήσει. Μια συνεχής αλλαγή διέπει το σύμπαν μου. Πρέπει να το αποδεχθώ. Κανείς δεν μπορεί να μπει στην ίδια θάλασσα δύο φορές.

Στο πέμπτο  ουζέλι το γκαρσόνι με ρώτησε για την κατάστασή μου. Μετά  από ενδελεχή συζήτηση για την περιπέτειά μου, τον διαβεβαίωσα, «όλα καλά». Από μακριά μια φουσκωτή βάρκα έφερνε κόσμο. Στην παραλία κάποιοι κρατούσαν κουβέρτες και μοίραζαν μπουκάλια νερό. Ένα νοσοκομειακό παρέλαβε κάμποσους. Οι άλλοι περίμεναν. Δυο  παιδάκια έτρεξαν κατά πάνω μας. Θορυβήθηκα, μα είπα θα έρχονται για το μουσείο του αυτοδίδαχτου ζωγράφου. Εκείνα πλησίασαν και ζητούσαν φαί. Ο σερβιτόρος τα έδιωξε. Γύρισαν πίσω κλαμένα στην μάννα τους. Εκείνη, στα μαύρα ντυμένη, τα αγκάλιασε . Έπειτα έφυγαν όλοι. Μια μακριά παράταξη με την συνοδεία στρατού.

«Άλλο  ο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός», μονολόγησα και κατηφόρισα ψύχραιμα, πατώντας στέρεα πάνω στην γη.  Μπροστά μου η θάλασσα και στο πολύ βάθος   βόμβες άφηναν ανάσες φωτιάς. Η  σκόνη σκέπαζε τις εικόνες, που εναλλάσσονταν  στον ζαλισμένο μου νου.  

 

Διαβάστε επίσης