Οι κυβερνήσεις εν μέσω των πολλαπλών κρίσεων της τελευταίας τετραετίας αναζητούν λύσεις στήριξης των πολιτών που πολλές φορές είναι εκτός του πλαισίου της πολιτικής φιλοσοφίας που εκπροσωπούν.
Είναι αυτές ακριβώς οι κρίσεις – συμπεριλαμβανομένης και εκείνης των subprimes την περίοδο 2007/8 – που οδήγησαν σε πολιτικό εκφυλισμό και ιδεολογική σύγχυση μεταξύ πολιτικών θέσεων που κατά το παρελθόν ήταν ξεκάθαρες.
Είναι δύσκολο πλέον για τον πολίτη να παρακολουθήσει αυτή την πορεία που σταδιακά οδηγεί σε επικράτηση μονοδιάστατων «μη πολιτικών», με στόχευση την περιστασιακή εκμετάλλευση ιδεών και ιδεολογιών. Άλλωστε, οι διεθνείς εξελίξεις και η μεθοδολογία αντιμετώπισης των επιπτώσεων αυτών αναδεικνύουν το γεγονός ότι αυτές κινούνται πλέον περισσότερο από μία αέναη ιστορική πραγματικότητα διεκδίκησης, εξουσίας, ισχύος και ζωτικού χώρου. Οικονομικού, πολιτικού και γεωστρατηγικού.
Οι κρίσεις της τελευταία δεκαπενταετίας έχουν αναδείξει νέες στρατηγικές αντιμετώπισής ως προς το πρακτικό σκέλος. Ως προς την θεωρητική βάση η επιλογές του τρόπου προώθησης λύσεων, σταδιακά δημιουργούν πολιτικό εκφυλισμό και ισοπέδωση κάθε ιδεολογικής βάσης. Συντηρείται ένας αέναος φαύλος κύκλος «επινοήσεων» προκειμένου για την βραχυπρόθεσμη λύση των προβλημάτων των κρίσεων, χωρίς όμως οι επιδιωκόμενες πολιτικές να έχουν ουσιαστική βάση θεωρητικής στήριξης.
Οδηγούμαστε σε ολοένα εντεινόμενο εκφυλισμό της διαφοροποίησης των εννοιών συντηρητικής και προοδευτικής πολιτικής. Αν για παράδειγμα, για την συντηρητική πολιτική θεώρηση, οι κρίσεις απλά δημιουργούν κάποια υποχρέωση «προοδευτικής ευαισθησίας» και στιγμιαίας «κοινωνικής εγρήγορσης», για το προοδευτικό χώρο, οδηγούν σταδιακά στην εγκατάλειψη των συνεχών αναζητήσεων πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας μέσα από έναν «συναινετικού» τύπου καπιταλισμό. Αυτό με την σειρά του απομακρύνει την μαζική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, καθώς εκλείπει η ξεκάθαρη ιδεολογική στράτευση.
Η αναζήτηση από τα κόμματα – αλλά και στην ευρεία έννοια, του πολιτικού συστήματος- ενός πλαισίου ικανοποίησης όσο το δυνατόν περισσότερων ψηφοφόρων μέσω αποτροπής των ρίσκων, στην ουσία οδηγεί προς την αποτροπή κάθε ουσιώδους πολιτικής αλλαγής. Παρατηρούμε την εξέλιξη αυτή μέσα από τις πολιτικές αντιμετώπισης των μνημονίων, του covid και τώρα της ενεργειακής κρίσης.
Η πρόσκαιρη -χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό- αντιμετώπιση κρίσεων, σε σχέση με τον τρόπο στήριξης της κοινωνίας όμως, αφαιρεί από τον δυναμισμό κάθε ιδεολογικής προσέγγισης σε μία εποχή που η ταχύτητα της πληροφορίας απαιτεί εγρήγορση και συνεχείς αλλαγές. Κατά συνέπεια, οι κρίσεις αυταπόδεικτα αναδεικνύουν αποκλίσεις και υστερήσεις, τόσο στο οικονομικό, πολιτικό επίπεδο, αλλά και στην ιδεολογία και εντέλει στο κοινωνικό επίπεδο.
Αν η θεωρητική και ιδεολογική βάση της πολιτικής είναι η επιδίωξη της «ευημερίας» των πολιτών την ίδια στιγμή που εκ των πραγμάτων φαίνεται να οδηγούμαστε σε ισοπέδωση των διαφοροποιήσεων, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν υπάρχει εναλλακτική προσέγγιση.
Η απάντηση είναι σαφέστατα ναι. Συνίσταται σε μία πολιτική υπερβατικού εκσυγχρονισμού που θα στηρίζεται σε σαφή σχεδιασμό επιμέρους παρεμβάσεων με συνοχή και κοινή στόχευση για την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη που θέλουμε. Συνίσταται στην «αναγέννηση» του υγιούς προοδευτισμού.
Οι πολιτικές εκτίμησης της «ευημερίας» όμως, βασίζονται σε απεικονίσεις αριθμών με δεδομένα που αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η προσαρμοστικότητα των πολιτικών στα νέα δεδομένα. Κατά μία έννοια δε η καθυστερήσεις και η αδράνεια είναι οι παράγοντες που- ερμηνεύοντας τους αριθμούς με παρωχημένα δεδομένα -στερούν από τους πολίτες τις βάσεις μίας ουσιαστικότερης «ευημερίας». Η μάχη για την και ορθή απεικόνιση των νέων δεδομένων μέτρησης της ευημερίας καθώς και οι επακόλουθες πολιτικές πρέπει να αποτελέσουν το νέο αφήγημα ενός αναγεννησιακού προοδευτισμού. Χρησιμοποιώ συνειδητά τον όρο αυτό σε αντιδιαστολή με τον «νέοφιλλελευθερισμό», καθώς ο προοδευτικός χώρος, εξαιτίας των κρίσεων, έχει υστερήσει στην προσαρμογή των πολιτικών στόχων και διεκδικήσεων με την προώθηση ενός σύγχρονου και αναβαθμισμένου ιδεολογικού πεδίου.
Η οικονομική εξέλιξη και ευημερία μίας χώρας – κατ΄επέκταση η αξιολόγηση της ποιότητας ζωής που πρέπει να αποτελεί μία από τις βασικές παραμέτρους ενός προοδευτικού αφηγήματος- καλώς η κακώς εξακολουθεί να μετριέται από το Α.Εγχ.Π (ΑΕΠ). Στην εποχή όμως, που η περιβαλλοντική βιωσιμότητα και η κλιματική αλλαγή συνιστούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις του καιρού μας, η «κοστολόγηση» της ευημερίας σε ένα «νεοπροοδευτικό» πλαίσιο υποχρεωτικά περνάει από τα βιβλία των επιχειρήσεων αλλά και της εκάστοτε κυβερνητικής λογιστικής. Η προσέγγιση της προοδευτικότητα «περνάει» και αυτή μέσα από την ανάδειξη πολιτικών που να μην σκιαγραφούν τα στατιστικά και μόνον δεδομένα πρόκρισης της ανάπτυξη με κάθε κόστος.
Δεν αποτελεί συγκυριακή εξέλιξη το γεγονός ότι πολλοί ηγέτες ανά τον κόσμο και διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ αμφισβητούν ενεργά τον παραδοσιακό τρόπο μέτρησης του ΑΕΠ. Φαίνεται ότι επιτέλους η αναγνώριση των στρεβλοτήτων που αναδεικνύονται με την χρήση της οικονομικής μεγέθυνσης ως μοναδικού μέτρου εθνικής ευημερίας, η χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2008, και η περιβαλλοντική κρίση, οδηγούν στην ανάδειξη μίας νέας πολιτικής δυναμικής αναθεώρησης των μεθόδων εθνικής λογιστικής.
Ρόμπερτ Κέννεντυ, Σαρκοζί, Επιτροπή Στίγκλιτζ και Αμάρτυα Σεν, ο ΟΗΕ μέσω των περιβαλλοντικών λογιστικών και κατευθυντήριων γραμμών και ο Ευρωπαικός Οργανισμός Περιβάλλοντος είναι μόνον λίγες από τις φωνές που αναδεικνύουν το γεγονός ότι πλέον το ΑΕΠ ως μέτρηση αποτυγχάνει να αξιολογήσει την καταστροφή του περιβάλλοντος, την φτώχεια, της εισοδηματική ανισότητα, την υγεία και την ποιότητα ζωής. Κυρίως όμως επισημαίνουν τον κίνδυνο το ΑΕΠ να καθιερωθεί ως μοναδιάστατη έκφραση εθνικής ευημερίας στην συνεχή αναζήτηση της ψήφου των πολιτών.
Οι συζητήσεις για τους νέους τρόπους αποτίμησης της «ευημερίας» των οικονομιών και κατ΄επέκταση επιχειρήσεων (SEG), δείχνουν την απαρχή της ευαισθητοποίησης. Ο δρόμος όμως, προβλέπεται δύσκολος. Κυρίως γιατί η προοπτική μίας τέτοιας στροφής θα θέσει σε κίνδυνο μεγάλο τμήμα του πολιτικού αφηγήματος και κατ΄επέκταση των πολιτικών ισορροπιών.
Αρκεί μόνον να σκεφθούμε τις επιπτώσεις στην αποτίμηση δεδομένων αν στην παρούσα προεκλογική φάση η αποτίμηση της ανάπτυξης και του ΑΕΠ γινόταν με στοιχεία πραγματικής «ευμάρειας» συνυπολογίζοντας και τον πληθωρισμό. Το αφήγημα σίγουρα θα ήταν τελείως διαφορετικό. Το ίδιο και η αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου. Στη εξίσωση που πρέπει να καταλήγει στην αξιολόγηση της «ευμάρειάς» ενός έθνους, απαιτείται η εκ νέου εκκίνηση μίας αναγεννημένης προοδευτικής προσέγγισης. Αυτή που θα ονόμαζα αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ ως «νεοπροοδευτική».
Υπάρχουν θέματα που μπορεί άμεσα να αναδειχθούν. Το σημερινό «προοδευτικό» αφήγημα όμως για διάφορους λόγους αδυνατεί να αναδείξει. Ειδικά αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι οι στρεβλώσεις στο ΑΕΠ, όπως αυτό εμφανίζεται από τον πληθωρισμό και τις επιδοματικές πολιτικές αλλοιώνουν μακροπρόθεσμα την όποια δυναμική αποτίμηση των δεδομένων που θα ήταν δυνατόν να προσεγγίσουν την ουσιαστική ευμάρεια και την «κοινωνική συμβολή».
Όσο πλησιάζουν οι εκλογές είναι ανάγκη ως πολιτικά όντα να συμφωνήσουμε πως η διαφωνία επί θέσεων και προγραμμάτων στα πλαίσια γόνιμης αντιπαράθεσης που μπορούν να οδηγήσουν σε συναινέσεις, αποτελεί την ουσιαστική δίοδο για την εξεύρεση λύσεων ή πολιτικών. Θέση που υποστηρίζει με ποιο ακραία ίσως τοποθέτηση ο Π. Κρούγκμαν. Κακό είναι να μην υπάρχει διαφωνία για τον απλούστατο λόγο ότι η ένδεια «αντίκρουσης» απλά σηματοδοτεί τάσεις ψηφοθηρίας χωρίς μακροπρόθεσμο πρόγραμμα και ουσιαστική πολιτική στόχευση κοινωνικής ισορροπίας και ευημερίας. Όπως επισημαίνει ο Στίγκλιτζ «ως επακόλουθο κρίσεων, θα πρέπει να συζητήσουμε για το που ακριβώς αποβλέπει μία κοινωνία και ποιοι είναι οι σκοποί που επιθυμεί να εξυπηρετήσει».