Αυτό που με έχει εντυπωσιάσει τους τελευταίους μήνες αυτής της πανδημίας και της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, είναι η παντελής άγνοια κατηγοριών τεχνοκρατών που όμως συμμετέχουν σε λήψεις αποφάσεων, πάνω σε πτυχές της επικαιρότητας που αφορούν πολιτιστικές και ιδεολογικές πτυχές της. Ακόμα χειρότερα, είναι εντυπωσιακό το γεγονός σε ποιο βαθμό κάποιοι λήπτες αποφάσεων είναι ευάλωτοι σε θεωρίες που διαψεύδονται παταγωδώς από την πραγματικότητα.
Μέσα σε αυτό το θολό από πολλές πλευρές περιβάλλον, δεν πρέπει να ευνόησαν η άνοδος του λαϊκισμού και η λαϊκή αδιαφορία σε αρκετές αναπτυγμένες χώρες.
Σε ένα καυστικό και ενίοτε δηλητηριώδες βιβλίο τους οι Γάλλοι δημοσιογράφοι Κριστόφ Ντελουάρ και Κριστόφ Ντυμπουά κάνουν λόγο για «Πολιτικό Τσίρκο». Ο Γάλλος επιθεωρητής Φορολογικών Εσόδων και πρώην πρόεδρος του Γαλλικού Οργανισμού Πρόληψης της Διαφθοράς, Νοέλ Πονς, στο βιβλίο του έδωσε τον τίτλο «Η διαφθορά των ελίτ». Ο Βέλγος επιχειρηματίας και συγγραφέας Πωλ Βασέρ, στο πόνημά του «Η γυμνή και γνήσια κερδοσκοπία» αναφέρεται σε μια απαλλαγμένη τύψεων και ηθικής ελίτ, που προσβάλλει βάναυσα την οικονομική ελευθερία και πλήττει την πραγματική οικονομία.
Αν τα προαναφερθέντα βιβλία συνδυαστούν με τα αποτελέσματα τελευταίων πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων στην Ευρώπη αλλά και με την βαθειά κοινωνική δυσαρέσκεια που επικρατεί στις περισσότερες χώρες της Δύσης, τότε οι διάφορες ελίτ όντως έχουν μπροστά τους ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Αυτό της επιβίωσής τους σε συστήματα και αρχές που οι ίδιες διαμόρφωσαν. Κατ’ επέκταση, η δυσαρέσκεια – ενίοτε δε και αποστροφή – που επιδεικνύεται απέναντι στις ελίτ, και ιδιαίτερα τις πολιτικο-οικονομικές, τείνει να προσλάβει και έντονο θεσμικό χαρακτήρα, γεγονός που αφ’ εαυτό είναι σοβαρό και για τις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Υπό αυτή την έννοια, η πανδημία Covid-19 έρριξε αρκετό λάδι στη φωτιά, την ώρα που η ουκρανική κρίση είναι σαφές ότι στόχο έχει βαθείς και μακροπρόθεσμους γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς. Είναι αυτονόητο δε ότι οι τελευταίοι εμπεριέχουν και αναθεωρήσεις. Κάτι εξαιρετικά κρίσιμο και για την Ελλάδα.
Επαναθεωρήσεις όμως θα υπάρξουν και στον χρηματοοικονομικό τομέα, ένα πεδίο που οι πρωταγωνιστές επιδιώκουν να κλείσουν καλές θέσεις.
Όπως έλεγε πρόσφατα στο Παρίσι ο κ.Νέλ Πονς, «στο όνομα της αυτορρύθμισης και του αυτοελέγχου, οι ελίτ, κυρίως στον χρηματοοικονομικό τομέα, έχουν διαμορφώσει ένα δύσκολα ελεγχόμενο σύστημα το οποίο αυτοεξυπηρετείται και προσπαθεί να αυτονομηθεί από τους παραδοσιακούς δημοκρατικούς θεσμούς. Πρόκειται για ένα σύστημα ήπιας διαφθοράς, το οποίο όμως διαβρώνει τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε και αναπτύχθηκε η μεταπολεμική δυτική πραγματική οικονομία… Το σύστημα αυτό μέσω της εξειδίκευσης και των λόμπυ που το στηρίζουν, επωφελήθηκε από την μεταπολεμική ανάπτυξη της Δύσης και την ευημερία που αυτή δημιούργησε και ξεφεύγοντας από τον δημοκρατικό έλεγχο κατάφερε να αλώσει όλες τις αρθρώσεις της πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές ελίτ χρησιμοποιούσαν τις αντίστοιχες χρηματοοικονομικές και αντιστρόφως. Προέκυψαν έτσι πανίσχυρα χρηματοοικονομικά λόμπυ, που δημιούργησαν ένα παγκόσμιο σκιώδες τραπεζικό σύστημα το οποίο, με διαδοχικές καταχρηστικές υπερβάσεις του οδήγησε στην σημερινή κρίση».
Τις απόψεις αυτές του Γάλλου συμβούλου σε θέματα διαφθοράς συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό και ο πρώην σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιττεράν, κ. Ζακ Ατταλί, ο οποίος προσθέτει ότι η συνενοχή των πολιτικών με τις χρηματοοικονομικές ελίτ οδήγησε στην βόμβα του δυτικού δημόσιου χρέους, που σήμερα είναι και η κύρια αιτία της κρίσης στην ευρωζώνη και της δημοσιονομικής αβεβαιότητας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Μια αβεβαιότητα που οδηγεί στην ανάδυση των δυνάμεων του λαϊκισμού και της δημαγωγίας και εκτρέφει έτσι αντιδημοκρατικά συναισθήματα, σε μια εποχή όπου οι εχθροί της δημοκρατίας αυτό ακριβώς επιδιώκουν.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, τεράστιες είναι οι ευθύνες των ελίτ και απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και τους πολιτικούς μετασχηματισμούς που πρέπει αν γίνουν όταν οι συγκυρίες και οι όροι διαμόρφωσής τους αλλάζουν. Είναι δε αυτονόητο ότι, απέναντι στις αλλαγές αυτές, αντίσταση προβάλλει ένας νοσηρός συντηρητισμός, ο οποίος βρίσκει την εξήγησή του σε συναισθηματικές εμμονές που κάποιοι αδίστακτοι λαϊκιστές αξιοποιούν προς ίδιον όφελος. Για τους λαϊκιστές αυτούς, αλλά και για κάποιες ανεύθυνες ελίτ, το στατικό παρόν πρέπει να παραμένει πάντα στην θέση του, να αντιλαμβάνεται μουσειακά το παρελθόν και να ματαιώνει το μέλλον.
Όπως θα έλεγε και ο Στέλιος Ράμφος, η διαφθορά των ελίτ, όπου υπάρχει, οδηγεί και στην υπνοβασία, η οποία απαγορεύει τα όνειρα για το μέλλον.