Βουτιά στον Κυπαρισσιακό

του Δημήτρη Μαγριπλή, Δρ. Κοινωνιολογίας - Συγγραφέας

 

 Κατέβηκα με τα πόδια και μάλιστα ξυπόλυτος. Πάντα μου άρεσε αυτή η διαδρομή. Να νοιώθεις τη γη να σε ζεσταίνει και άλλοτε να δροσίζεσαι πάνω σε πράσινες λωρίδες που επιμένουν να υπάρχουν στην κάψα του καλοκαιριού. Το δύσκολο κομμάτι είναι ο δρόμος με τα χαλίκια. Αναπολώ τις   σαγιονάρες μου   με λαχτάρα. Μετά όμως από κάμποσες δυνατές πιέσεις στα πέλματα, φτάνω στην αμμουδιά. Χαλί. Γίνομαι ένα με την διαρκή κατολίσθηση των μικρών κόκκων. Καίγομαι ως την ακτή , το παίρνω απόφαση και  ξαφνικά βουτώ στο νερό.

  Αρχίζω να κάνω κινήσεις εμπρός με τον ρυθμό της «καρέτα». Ανοίγω τα χέρια  και πιάνω όλη τη θάλασσα. Μετά τη σκίζω με την ώθηση και πάλι και ξανά.

  Προσπαθώ να αποφύγω τον ήλιο και έτσι κολυμπώ με ρότα τον ναό του Απόλλωνα, μακριά στον ορίζοντα. Κάτασπρο στίγμα μού δείχνει το κάλλος του και φυσικά τον βορρά. Βουτώ το κεφάλι για λίγο, έπειτα αναδύομαι και συνεχίζω τη διαδρομή. Είμαι βαρκούλα σε καλοσύνη.

   Στα δεξιά μου οι βουνοκορφές ζωγραφίζουν γυναίκα ξαπλωμένη στο έδαφος. Πάνω στο μέτωπό της δεσπόζει ο απέθαντος  προφήτης με το πύρινο άρμα του  και στα ακροδάχτυλα, μακριά στον κόλπο , το κάστρο της παλιάς πόλης. Χαιρετώ τη γιαγιά μου. Έχει σταθεί σαν κυπαρίσσι και με χαιρετά απ’ το λόφο. Μιλά με τον Άγιό μου. Πρέπει να φτιάξω τον τάφο. Όλο το λέω και το ξαναλέω και πάντοτε στο παραπέντε δεν έχω λεφτά. Το αφήνω λοιπόν για το αύριο.

   Ένας γλάρος ταξιδεύει στο μπλε. Νομίζει πως είμαι ψαράκι αλλά απογοητεύεται όταν κατανοεί τη φύση μου. Αδιάφορα φεύγει για το λιμάνι. Στην παραλία τα παιδιά γελούν δυνατά. Με φωνάζουν μπαμπά και γελώ. Συνεχίζω στον υδάτινο δρόμο. Τα σπίτια μοιάζουν μικρά, καιρός να γυρίσω.

   Με μακροβούτι αλλάζω  κατεύθυνση. Ο ήλιος βασιλεύει. Κάπου αλλού χαιρετά την αυγή. Αριστερά μου ένα μικρό τίναγμα. Πλησιάζω με έξαψη. Μια μέλισσα απόκαμε και ψυχορραγεί. Την παίρνω στην χούφτα  και την αφήνω  πάνω στην κόμη μου. Έχω τώρα παρέα. Η μέλισσα κάθεται ειρηνικά. Σχεδόν δεν τη νοιώθω. Λες να κατάλαβε το πόσο κοντά έφτασε στη σιωπή; Στο επέκεινα δεν υπάρχει ζουζούνισμα. Δεν ξέρω για πτήσεις, μα βόμβος δεν θα ακουστεί. Εκεί όλα καρπίζουν παράδοξα. Εδώ όμως αν χαθεί το είδος θα χαθεί και η ζωή. Η ευθύνη είναι μεγάλη.

  Φροντίζω να κάνω κινήσεις ήρεμες και να μην βουτηχτώ. Δεν είναι μακριά. Θα πατήσω στεριά και θα την εναποθέσω  πάνω στο κούτσουρο. Έπειτα δικό της θέμα. Αν έβαλε μυαλό δεν θα ξανοιχτεί, αν όχι, νίπτω τας χείρας μου, προσπάθησα. Κουνήθηκε. Φαίνεται πως κατανοεί το κρίσιμο της κατάστασης.  Συνεχίζω  να πλέω. Στο νου μου αναδύονται  σκοτεινιές. Η κούραση;  Ίσως το βάρος της, σκέφτομαι. Αυτό; Τα απλήρωτα χρέη; Το μέλλον πατώντας ξανά στην ακτή;  Συνετά, λέω στον εαυτό μου και σιγανά. Δεν υπάρχουν καρχαρίες σε τούτη τη θάλασσα. Ρίχνω όμως κλεφτές ματιές  στο βυθό. Λες να πεταχτεί ξαφνικά ένα στόμα τεράστιο; Εντείνω. Να πατήσω τουλάχιστον βράχο.

  Εκεί λίγο πιο κάτω υπάρχει πορί. Κουράστηκα , σταματάω και παίρνω ανάσες. Πώς θα βρω τα ελάχιστα για να πληρώσω την τράπεζα; Τα παιδιά μεγαλώνουν και χρειάζονται τόσα …

  Έλα,  πλησίασα και ο εργάτης θα σωθεί. Σαν κυβερνήτης που υπηρετώ τον λαό μου. Για τούτο άλλωστε δεν με έχουν ορίσει; Να διακονώ ανάγκες προσώπων. Να σώσω αυτούς που χωρίς εκείνους δεν θα υπάρχω και εγώ. Τι πόνος. Έχω στο κεφάλι μου ένα μεγάλο βαρίδι. Απλώνεται η νύχτα και ο πανικός με επισκέπτεται. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, φωνάζω και κάνω ό,τι κάνουν και οι σωτήρες του έθνους. Βουτώ και απαλλάσσομαι. Μετά  τη βουτιά τινάζομαι όρθιος. Ερημιά όμως και χωρίς τον επιβάτη μου, δυστυχώς.   

 

Διαβάστε επίσης