Τράπεζα Αττικής: Η επικοινωνιακή διαχείριση μίας αέναης μαύρης τραπεζικής τρύπας

Του Ηρακλή Ρούπα

Έχω μάθει να σέβομαι και να εκτιμώ θεσμούς και διαδικασίες. Με πολύ μεγάλο προβληματισμό πολλές φορές, είναι αλήθεια.

Όπως άλλωστε κάθε σκεπτόμενος πολίτης. Ως άνθρωπος της αγοράς εκτός από το να έχω τη δυνατότητα να δημοσιεύω τις απόψεις μου, προσπαθώ να «μπαίνω στα παπούτσια» εκείνων που δεν έχουν τις γνώσεις για κατανόηση βαθιών αναλύσεων, ή ακόμα και απλών προσεγγίσεων που όμως πολλές φορές ακόμα και στον απλό αναγνώστη δημιουργούν προβληματισμό.

Η περίπτωση της «αέναης» προσπάθειας σωτηρίας της Τράπεζας Αττικής είναι μία από τις περιπτώσεις που ακόμα επί εποχής μνημονίων δημιουργεί πολλά ερωτηματικά.

Κατά περιόδους υπάρχει κενό μνήμης για την περίπτωση αυτή της τράπεζας που περισσότερο απασχολεί τη δημοσιότητα λόγω των αποτυχημένων διοικήσεων της, τις «ίντριγκες» ή τους ιδιόμορφους διαπληκτισμούς των κατά περιόδους διοικητών της, καθώς και τις αποτυχημένες μέχρι σήμερα προσπάθειες διάσωσής της.

Ξεχνάμε ότι υπάρχει ως τράπεζα, εκτός από τις περιπτώσεις που εμφανίζεται μία δυσνόητη «κινητικότητα» της μετοχής της στο ταμπλό.

Αγνοούμε αν διοικείται, εκτός της περίπτωσης αλλαγής διοικήσεων, που συνήθως γίνονται είτε γιατί απέτυχαν οι προηγούμενες, είτε γιατί η προσωπική «χημεία» των στελεχών δεν προωθεί την εξυγίανση.

Εδώ και λίγες μέρες θυμηθήκαμε πάλι ότι υπάρχει αυτή η μη συστημική τράπεζα εξαιτίας της δημοσιότητας που πήρε η τοποθέτηση της νέας – καθόλα ικανής είμαι σίγουρος- Διευθύνουσας Συμβούλου.

Το επικοινωνιακό μπαράζ της τοποθέτησης αυτής, δυσανάλογο του μεγέθους της τράπεζας, ανάλογο ίσως των τεράστιων προβλημάτων, αλλά και των κεφαλαίων που έχουν δαπανηθεί εδώ και μία δεκαετία για τη διάσωσή της.

Την ίδια στιγμή δε που οι συζητήσεις γίνονται για την «ανύπαρκτη» επί της ουσίας τράπεζα, στο Χρηματιστήριο μία «προωθημένη» αξιολόγηση κάποιων ευφάνταστων σηματοδοτεί πορεία της μετοχής ως εάν ξαφνικά να αναγεννήθηκε… τράπεζα! Την περίοδο μάλιστα που η εικόνα των χρηματιστηρίων διεθνώς είναι το λιγότερο προβληματική.

Αφήνοντας το επικοινωνιακό σκέλος της τοποθέτησης της κας Βρετού, είμαι υποχρεωμένος να ανατρέξω στο παρελθόν και τους χιλιάδες μηχανικούς που μέσω του Ταμείου τους έχασαν εκατοντάδες εκατομμύρια, τους χιλιάδες μικροεπενδυτές που επένδυαν τις οικονομίες τους μετά από κάθε «story» σωτηρίας που εμφανιζόταν στα μέσα και βέβαια τον φορολογούμενο που επωμίζεται το βάρος των αποτυχημένων πειραματισμών διάσωσης.

Δεν μπορώ βέβαια κατ’ αντιστοιχία να μην προβληματιστώ για την ευφυία των «insiders» που με προωθημένη διαισθητική ικανότητα κινούνται με σαφείς κερδοσκοπικές τάσεις.

Εν μέσω θλίψεων που προκαλεί μία αναδρομή των εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ κεφαλαίων που χάθηκαν για τη διάσωση της τράπεζας Αττικής, τόσα που πλέον δεν έχει νόημα να προσθέτουμε ποσά για να προκαλείται μεγαλύτερη κατάθλιψη σε όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις.

Την περίοδο που όλοι οι αναλυτές προδικάζουν βαρύ χρηματιστηριακό χειμώνα που θα κινηθεί παράλληλα με πραγματική βαρυχειμωνιά στις οικονομίες, σκεφθείτε την προβληματική που αναδεικνύεται από τη συνεχή προσπάθεια κάλυψης μίας αέναης μαύρης τραπεζικής τρύπας της συγκεκριμένης τράπεζας.

Μίας τράπεζας που καταγράφει κεφαλαιοποίηση λίγο άνω των 110 εκατομμυρίων ευρώ – εκτός αν με τη δημοσίευση του άρθρου αυτή έχει εκτοξευθεί – και που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που εμφανίζονται σχετικά με τη μελέτη της DBRS, εκτός των άλλων εμφανίζει ζημία 300 εκατ. ευρώ μετά την τιτλοποίηση δανείων και ένταξη στο σχέδιο «Ηρακλής».

Ευτυχώς η τιτλοποίηση αυτή φέρει την ονομασία «Omega», καθώς επικοινωνιακά τουλάχιστον εξαντλούνται τα γράμματα του αλφαβήτου και δημιουργείται η αίσθηση πως αυτό θα είναι το τελευταίο στάδιο αυτής της διαδικασίας. Βέβαια, μπορεί η ζημία να είναι τις τάξεως των 300 εκ. και το προηγούμενο πλάνο αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας να προέβλεπε ποσό 365 εκ. ευρώ, σήμερα όμως οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανάγκης πρόσθετων κεφαλαίων που εγγίζουν τα 550 εκ. ευρώ.

Δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τους λόγους που ως μη συστημική τράπεζα, η «Αττικής» – παρά τη διάγνωση των τεράστιων προβλημάτων της τον καιρό των ανακεφαλαιοποιήσεων – διατηρήθηκε ως τράπεζα, την ίδια στιγμή που άλλες όπως η «Αγροτική» ή και μικρότερες ιδιωτικές για την προστασία του τραπεζικού συστήματος απορροφήθηκαν.

Δεν έχει νόημα να αναλύουμε τα ποσοστά συμμετοχής των βασικών μετόχων (ΤΜΕΔΕ, ΕΦΚΑ, RINOA (Ellington)) προκειμένου να υπολογίσουμε με τι ποσοστό θα συμμετάσχουν στην αύξηση, ή ποια είναι η προσδοκώμενη υπεραξία από την εκ νέου συμμετοχής τους στην προσπάθεια διάσωσης.

Έχει ίσως νόημα να προβληματισθούμε για τον λόγο που οι μέτοχοι –υφιστάμενοι και ίσως νέοι- έχουν διάθεση να «ρίξουν» τόσα κεφάλαια στην Αττικής ενώ με λιγότερα θα μπορούσαν να αδειοδοτηθούν για την ίδρυση μίας νέας.

Έχει επίσης νόημα να αναδείξουμε το γεγονός ότι στην παρούσα φάση η χρηματιστηριακής ηθική θα έπρεπε να επιβάλλει την παύση της διαπραγμάτευσης της μετοχής της τράπεζας μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία εξυγίανσης ώστε να αποφεύγονται «κερδοσκοπικές» κινήσεις σε μία προβληματική μετοχή.

Σίγουρα η Τράπεζα της Ελλάδος γνωρίζει καλύτερα τα θέματα από οποιονδήποτε κοινό παρατηρητή, επενδυτή ή φορολογούμενο. Ένα διαχρονικό αγκάθι όπως είναι η «Αττικής» δεν είναι κάτι επιθυμητό σε ένα τραπεζικό περιβάλλον που σταδιακά εξυγιαίνεται.

Όμως, το νέο business plan που θα παρουσιάσει η νέα Διευθύνουσα Σύμβουλος πρέπει να αναδεικνύει επι τέλους μία ουσιαστική βιωσιμότητα που να αιτιολογεί τη συμμετοχή των μετόχων στην αναμενόμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Να δικαιολογεί τέλος την ύπαρξη στο χρηματιστηριακό ταμπλό της μετοχής η επένδυση στην οποία μέχρι σήμερα μόνον πόνο και θλίψη έχει προκαλέσει.