Μια αποκαλυπτική συνέντευξη στην «Καθημερινή της Κυριακής» παραχώρησε η Μαρινέλλα, η οποία αναφέρθηκε τόσο στην προσωπική της ζωή όσο και στον αείμνηστους τραγουδιστές, Στέλιο Καζαντζίδη και Τόλη Βοσκόπουλο.
Να ξεκινήσουμε από τη λέξη «μύθος» στον τίτλο της συναυλίας. Αισθάνεσαι «μύθος»; Πότε συνειδητοποίησες το μέγεθός σου;
Πότε! Για ποιο μέγεθος μου μιλάς; Μόνο όταν βγαίνω να τραγουδήσω, επειδή μου αρέσει πολύ αυτό που κάνω, νιώθω ότι “φτάνω” στο κοινό, τους ακουμπάω. Είτε είναι 100 οι θεατές, είτε χιλιάδες, τους βλέπω σαν ένα πρόσωπο που το κοιτάω στα μάτια και του λέω “σ’ αγαπώ” . Αυτό το εισπράττουν όλοι. Κάτω από τη σκηνή και δεν το λέω για να καμωθώ την ταπεινή, δεν είμαι τίποτα.
Και το κοινό σ’ αγαπάει όχι μόνο για τα τραγούδια αλλά και γι’ αυτό που είσαι.
Μάλλον επειδή ό,τι καλό κάνεις το παίρνεις πίσω. Δεν έχω βλάψει κανέναν. Τα γκομενικά μου ήταν περιορισμένα. Είχα μόνο σοβαρές σχέσεις που κρατούσαν χρόνια. Και όταν η Τζωρτίνα ήταν 10 ετών και είχα πάρει διαζύγιο από τον Βοσκόπουλο– είχα ξεμπερδέψει για την ακρίβεια γιατί ο Τόλης δεν ήταν το πιο εύκολο αγόρι- αποφάσισα πως οι άντρες είχαν τελειώσει πια για μένα. Δεν ήθελα να δω πότε το παιδί μου κατσουφιασμένο από κάποιο αρνητικό σχόλιο που θα άκουγε για την προσωπική μου ζωή.
Δεν ήταν μεγάλη θυσία;
Ποτέ δεν έκανα θυσίες, μόνο συνειδητές επιλογές. Τα μισά μου χρόνια είμαι μόνη και δεν το’χω μετανιώσει.
Ο μεγαλύτερος δάσκαλος σου στο τραγούδι ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης;
Ναι, με την τεράστια φωνή του και την ερμηνεία του την τόσο απλή αλλά συγκλονιστική. Ο Στέλιος απεχθανόταν τις φιοριτούρες και τους εντυπωσιασμούς. Τραγουδούσε σέργια, ίσια. Έκανε τα σπασίματα της φωνής του μόνο εκεί που το τραγούδι το “σήκωνε”.
Από το 1966 που σταμάτησε να εμφανίζεται κουβεντιάσατε ποτέ το ενδεχόμενο να ξανασυναντηθείτε στη σκηνή;
Πολλές φορές. Αλλά δεν ήθελε να το κάνει. “Να τραγουδήσω για ποιον;” έλεγε. Δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα το κοινό. Στα χρόνια της απουσίας του όλα είχαν αλλάξει. Είχε αφήσει τη νύχτα στο Άλφα και είχε πλέον φτάσει στο Ωμέγα. Αυτό πάντως το λάθος του το χρεώνω: ότι στέρησε την χαρά τού να τον ακούσουν live, από όσους τον αγαπούσαν, αλλά κι από τις νέες γενιές, που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν μέσω των μανάδων, των πατεράδων, των παππούδων τους.
Μου λείπει ο Στέλιος, ξέρεις. Είχε καρδιά μικρού παιδιού. Νοσταλγώ τα πρώτα μας χρόνια, τα αγαπησιάρικα. Μετά τον χωρισμό μας μείναμε φίλοι- και με τον ίδιο και με την Βάσω, την γυναίκα του. Όταν νοσηλευόταν στο Όφενμπαχ της Γερμανίας είχα πάει να τον δω. Έμεινα 15 μέρες, του μιλούσα, του τραγουδούσα, τον τάιζα. Έχω πάντα στην κρεβατοκάμαρα μου μία φωτογραφία από τότε που ήμασταν πολύ νέοι και πολύ ερωτευμένοι. Την κοιτάω και του μιλάω. “Γιατί έπρεπε να φύγεις τόσο γρήγορα χριστιανέ μου; Γιατί δεν πρόσεξες τον εαυτό σου; Είναι καλύτερα εκεί που είσαι τώρα;” του λέω και καμιά φορά θυμώνω.