Παράταση ενός επιπλέον μήνα έδωσε το υπουργείο Υγείας, στην εφαρμογή του νόμου για τη συνταγογράφηση των ανασφάλιστων πολιτών από ιδιώτες γιατρούς.
Έτσι, όχι από την 1η Μαΐου, αλλά από την 1η Ιουνίου, συνταγές για φάρμακα, θεραπείες και εξετάσεις θα δίνονται μόνο από γιατρούς του δημοσίου σε δομές του κράτους. Ποιες είναι οι εξαιρέσεις που προβλέπει ο νόμος και ποιες κατηγορίες ασθενών θα μπορούν να συνεχίσουν να παίρνουν τις συνταγές τους και από ιδιώτες γιατρούς.
Σύμφωνα με την πρόσφατη τροπολογία του Υπουργείου Υγείας, από την 1η Ιουνίου η συνταγογράφηση θα γίνεται μόνο σε υγειονομικές δομές της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του δημοσίου (Κέντρα Υγείας, Νοσοκομεία, ΤΟΜΥ, Πολυϊατρεία).
Η εφαρμογή του μέτρου είχε ανακοινωθεί από τον προηγούμενο μήνα. Όμως, εξαιτίας σωρείας διαμαρτυριών από φορείς και σωματεία ασθενών για την ανάγκη εξαιρέσεων από το νόμο σε ορισμένες κατηγορίες παθήσεων, οι αρμόδιοι του υπουργείου Υγείας αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση.
Έτσι, μετά από εξέταση του δίκαιου αιτήματος των ασθενών οι αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες αποφάσισαν να εξαιρέσουν από τον γενικό κανόνα:
-παιδιά και εφήβους κάτω των 18 ετών,
-αιμοκαθαιρόμενους και
-άτομα με βαριές αναπηρίες
“Μέχρι να εκδοθεί η Υπουργική Απόφαση για τις εν λόγω εξαιρέσεις, οι ανασφάλιστοι θα μπορούν να απευθύνονται σε ιδιώτες ιατρούς για τη συνταγογράφηση τους”, αναφέρει ανακοίνωση του Υπουργείου Υγείας, ενώ σύμφωνα με τους αρμόδιους:
“Η συνταγογράφηση φαρμάκων, θεραπευτικών πράξεων και διαγνωστικών εξετάσεων στους ανασφάλιστους πολίτες, μόνο από ιατρούς δημόσιων Νοσοκομείων και δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, θα ισχύσει από την 1η Ιουνίου”.
Διαμαρτυρίες από τους ασθενείς και τους γιατρούς της Πρωτοβάθμιας
Ο αποκλεισμός των ιδιωτών γιατρών από την συνταγογράφηση φαρμάκων, διαγνωστικών εξετάσεων και ιατρικών πράξεων σε ανασφάλιστους πολίτες από τις 15 Μαρτίου έφερε ταλαιπωρία και δυσλειτουργίες. Από τις πρώτες μέρες της εφαρμογής του μέτρου χιλιάδες πολίτες αποκλείστηκαν από την έγκαιρη πρόσβασή τους, σε πολύτιμες για την υγεία τους θεραπείες και εξετάσεις.
Τα ραντεβού στις δημόσιες δομές (Κέντρα Υγείας ή Νοσοκομεία -επείγοντα ή τακτικά ιατρεία), απαιτούν πάνω από δύο μήνες αναμονής.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετώπισαν οι χρόνιοι πάσχοντες, οι οποίοι έχασαν την άμεση πρόσβαση που είχαν παλιότερα στο σύστημα Υγείας μέσω του ιδιωτικού τομέα. Επίσης, πολλοί ανασφάλιστοι με εποχικές λοιμώξεις -οι οποίες θερίζουν αυτήν την εποχή- έχασαν την πρόσβασή τους σε αντιβιοτικά, αλλά και πολλά παιδιά στα τρέχοντα εμβόλια.
Είναι και ο λόγος που το υπουργείο Υγείας αποφάσισε να εντάξει στις εξαιρέσεις τα παιδιά και εφήβους έως 18 ετών, αλλά και τους ασθενείς με σοβαρές χρόνιες νόσους και βαριές αναπηρίες. Ωστόσο, δεν φαίνεται να εξαιρούνται άνθρωποι με ψυχιατρικές παθήσεις, που χρειάζονται ψυχιατρικά φάρμακα και αγχολυτική αγωγή.
Υπουργείο Υγείας: “Ανάγκη εξορθολογισμού των δαπανών”
Υπενθυμίζεται ότι τροπολογία που εντάχθηκε στο νομοσχέδιο της ΕΚΑΠΥ και ψηφίστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, προέβλεπε την κατάργηση διάταξης του νόμου 4368/16, η οποία παραχωρούσε δικαίωμα συνταγογράφησης και στους πιστοποιημένους από τον ΕΟΠΥΥ ιδιώτες γιατρούς.
Η κατάργησή της κρίθηκε αναγκαία για τη συγκράτηση της δαπάνης του Ελληνικού Δημοσίου που προκαλείται από τη συνταγογράφηση φαρμάκων, θεραπευτικών πράξεων και διαγνωστικών εξετάσεων σε ανασφάλιστους πολίτες.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «μέσω του αποκλεισμού του ιδιωτικού, και μόνο, τομέα από τη συγκεκριμένη διαδικασία, και μέσω δωρεάν συνταγογράφησης από ιατρούς των Νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των δημοσίων δομών παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, η διάταξη επιδιώκει να ελέγξει, μεταξύ άλλων, τη φαρμακευτική δαπάνη και να εξορθολογήσει το κόστος συνταγογράφησης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα πρόσβαση για όλους στις δημόσιες δομές Υγείας».
Ο ίδιος ο υπουργός Υγείας κ. Πλεύρης είχε παραθέσει στοιχεία στη Βουλή, σύμφωνα με τα οποία, υπήρξαν ενδείξεις για διασπάθιση δημοσίου χρήματος λόγω ανεξέλεγκτης συνταγογράφησης.
Συγκεκριμένα ανέφερε πως τα ΑΜΚΑ των ανασφάλιστων πολιτών αυξήθηκαν από 687.000 το 2018 σε 1.071.000 το 2019, την ώρα μάλιστα που δεν υπήρξε αντίστοιχη μείωση στους ασφαλισμένους που θα δικαιολογούσε αυτήν την αύξηση.