Ψηφιακές δίκες

της Κατερίνας Παναγοπούλου, δημοσιογράφου

 

Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από την εποχή των περιβόητων τηλε-δικών. Τότε που τις υποθέσεις αναλάμβαναν να τις «λύσουν» τηλεοπτικές εκπομπές και δελτία, στα παράθυρα προσέρχονταν διάφοροι ως «μάρτυρες», ώστε μέχρι τους τίτλους τέλους ο τηλεπαρουσιαστής να βγάλει ετυμηγορία.

Ανθρωποι διαπομπεύονταν, εν μιά νυκτί άλλαζε η ζωή διάσημων ή άσημων πολιτών, κάποιος στο μακρινό 1997 είχε αυτοκτονήσει μισή ώρα πριν από την προβολή της εκπομπής, στην οποία θα κατηγορείτο για τον βιασμό της κόρης του.

Τα χρόνια πέρασαν, η τεχνολογία εξελίχθηκε και το χαρτοφυλάκιο του άτυπου δικαστή έχει περάσει πλέον στα χέρια των social media.

Ολες οι κρίσιμες υποθέσεις εκδικάζονται στην οθόνη του κινητού ή του υπολογιστή σε μία λογική έκτακτου στρατοδικείου, ακόμα και αν η γνώση για το θέμα προέρχεται απλώς και μόνον από τίτλους σε site.

Με ιεραποστολικό μένος οι αυτοαναγορευόμενοι ψηφιακοί δικαστές αναλαμβάνουν να αποδώσουν δικαιοσύνη με βάση τα δικά τους συμπεράσματα, τις καταβολές ή συχνά την προσωπική τους ατζέντα. Κάποιες φορές δεν χρειάζεται καν υπόθεση. Αρκεί μία αποσπασματική δήλωση για να στηθεί το δικαστήριο και ο «κατηγορούμενος» να οδηγηθεί στο απόσπασμα.

Η έννοια του «cancel culture» έχει αποκτήσει νέο νόημα και ακυρώνει δημόσια πρόσωπα, κοινότητες ή εταιρείες, που υποπίπτουν σε οτιδήποτε μπορεί να κριθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως σφάλμα ή ακόμα χειρότερα ως μη πολιτικά ορθό.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν συνήθως έμμισθοι κομματικοί στρατοί, οι οποίοι υποδεικνύουν τον «θύτη» επενδύοντας στη συνέχεια τεχνηέντως στην ψυχολογία του όχλου και τον συνήθη ισοπεδωτισμό της «κερκίδας».

Οι επιθέσεις ποτέ δεν είναι τυχαίες. Καθημερινά μπορεί να ειπωθεί η μεγαλύτερη παραδοξότητα. Ωστόσο, τα δημόσια πρόσωπα που βρίσκονται στο εδώλιο των ψηφιακών δικαστηρίων έχουν αποτελέσει κατά το παρελθόν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού κάδρου της μιας ή της άλλης πλευράς. Ετσι παρατηρείται συχνά το φαινόμενο κάποιοι που με μένος επιδίδονται σε διαδικτυακό λιντσάρισμα ενός για μία δήλωση, να σφυρίζουν αδιάφορα για κάποιον άλλον, που είχε σχεδόν πανομοιότυπη αντίδραση σε κάτι ανάλογο.

Ακόμα και οι υποθέσεις βιασμών ή σεξουαλικών παρενοχλήσεων περνούν από το φίλτρο του ιδεολογικού προσανατολισμού. Ενας καλλιτέχνης για παράδειγμα αριστερών καταβολών που αποκαλύπτεται ότι προέβη σε γενετήσιες πράξεις κατά ανήλικου κοριτσιού μένει στο απυρόβλητο του «οικείου» κομματικού συστήματος. Την ίδια στιγμή λοιδορείται άλλος από το ίδιο σύστημα για μια λανθασμένη, ατυχή ή ανεπεξέργαστη δήλωση επειδή μετείχε στην καμπάνια του «Μένουμε Σπίτι».

Κάτι αντίστοιχο βέβαια συμβαίνει στην αντίπερα κομματική όχθη. Ακόμα και ο δολοφόνος του 19χρονου Αλκη έτυχε διαφορετικής αντιμετώπισης από κάποιους, οι οποίοι σιώπησαν και απέσυραν τις πύρινες αναρτήσεις τους, όταν αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν φασίστας ακροδεξιός, αλλά «αντιφά».

Μία μεθοδευμένη απόπειρα αποκόμισης πολιτικού κεφαλαίου από τον ανθρώπινο πόνο, που δεν έχει ίχνος ευαισθησίας ή συμπόνιας. Βέβαια όλα αυτά δεν αποτελούν κάτι νέο.

Η λογική έχει αποτυπωθεί χρόνια πριν από την περίφημη ρήση που αποδίδεται στον Ρούσβελτ (κατά άλλους στον Λίντον Τζόνσον): «Μπορεί να είναι καθάρματα αλλά είναι τα δικά μας καθάρματα».

https://www.in.gr/

Διαβάστε επίσης