Φιοντόρ Μιχαϊλοβιτς Ντοστογιέφσκι 200 χρόνια

του Ελισσαίου Βγενόπουλου

 

Ποιος άνοιξε την καταπακτή στου ανθρώπου τις σκοτεινές αβύσσους; Έφηβος ήμουν όταν είχα πέσει πάνω στα βιβλία του μεγάλου Ρώσου.

Οι δαιμονισμένοι, ο αιώνιος σύζυγος, Έγκλημα και Τιμωρία, Ταπεινωμένοι και Καταφρονεμένοι, ο Παίχτης διάβαζα. Διάβαζα ακανόνιστα, χωρίς μέθοδο, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς καν μια στοιχειώδη σειρά. Φορές άφηνα το κεφάλαιο του Υπογείου για να ξαναβρεθώ μαζί του, αφού είχα διασχίσει όλη τη σάλα με τις ρουλέτες του Παίχτη ή είχα διασχίσει κάμποσα από τα δωμάτια των Καραμάζοφ. Μοναδικός οδηγός η συγκίνηση, πυξίδα το χιούμορ που μπορούσα να συλλάβω και φάρος οι φωτεινές φράσεις του μεγάλου Ρώσου που μπορούσα να ξεχωρίσω. Από τότε ξανασυναντήθηκα με το έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσι πολλές φορές, κάθε φορά σε κάθε ανάγνωση έβρισκα καινούργια, σημεία καινούργια στοιχεία αλλά ποτέ εκείνη την υπνωτική συγκίνηση της εφηβείας. «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» έγραψε στον  «Ηλίθιο» και από τότε καρτερούμε πνιγμένοι στην ασχήμια.

Ένας ιδιοφυής άνθρωπος και ένας από τους σημαντικότερους ψυχογράφους, του οποίου το έργο αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Γεννημένος  στην Μόσχα τον Νοέμβριο του 1821, ο Ντοστογιέφσκι γνώρισε την λογοτεχνία σε μικρή ηλικία μέσα από παραμύθια και μύθους από βιβλία Ρώσων και ξένων. Η μητέρα του η οποία ήταν μια τρυφερή φυσιογνωμία στην οποία ο συγγραφέας είχε μεγάλη αδυναμία  πέθανε το 1837, όταν ο Φιοντόρ ήταν 15 χρονών. Μετά τον θάνατο της  οδηγείται μαζί με τον αδερφό του σε οικοτροφείο και σε αυτή περίπου την ηλικία άφησε το σχολείο και μπήκε στο Ινστιτούτο Στρατιωτικής Μηχανικής Νικολαέφ. Αφού αποφοίτησε, εργάστηκε ως μηχανικός και για λίγο απολάμβανε μια άνετη ζωή, μεταφράζοντας βιβλία για να κερδίσει παραπάνω χρήματα. Στα μέσα του 1840 έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Φτωχοί άνθρωποι» το οποίο του εξασφάλισε την είσοδο στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης.

Βίωσε την ασθένεια, τον εθισμό στο τζόγο, το φόβο του θανάτου και την οικονομική δυσπραγία. Σε νεαρή ηλικία καταδικάστηκε σε θάνατο για τις σχέσεις του με αριστερούς αντιπάλους του Τσάρου. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε παραπάνω από 170 γλώσσες. Στο Έγκλημα και Τιμωρία ψιθυρίζει «Καλύτερα να πηγαίνεις λάθος στον δρόμο σου παρά σωστά στον δρόμο κάποιου άλλου».  Στα λογοτεχνικά έργα του διερευνά την ανθρώπινη ψυχολογία κατά την ταραγμένη πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά ατμόσφαιρα της Ρωσίας του 19ου αιώνα και καταπιάνεται με διάφορα πνευματικά και θρησκευτικά θέματα. Στα πιο αναγνωρισμένα μυθιστορήματα του περιλαμβάνονται τα Έγκλημα και Τιμωρία (1866), Ο Ηλίθιος (1869), Οι Δαιμονισμένοι (1872) και Αδερφοί Καραμάζοφ (1880). Το συνολικό έργο του περιλαμβάνει 12 μυθιστορήματα 4 νουβέλες, 16 διηγήματα και διάφορά άλλα γραπτά. Πολλοί κριτικοί λογοτεχνίας τον θεωρούν ως έναν από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους της παγκόσμιας λογοτεχνίας και πολλά από τα έργα του θεωρούνται αριστουργήματα που άσκησαν μεγάλη επίδραση.  Η νουβέλα του «Σημειώσεις από το Υπόγειο» (1864) θεωρείται ως ένα από τα πρώτα έργα της υπαρξιστικής λογοτεχνίας.

«Τι είναι η κόλαση; Υποστηρίζω ότι είναι ο πόνος του να μην μπορείς να αγαπάς» (Αδελφοί Καραμάζοφ). Ο Dostoyevsky επηρέασε σημαντικά εκτός από τους Ρώσους και πολλούς άλλους σύγχρονούς του και μελλοντικούς συγγραφείς, όπως οι Thomas Mann, Ernest Hemmingway, Virginia Woolf, James Joyce, κ.α. Ο Nietzsche αναφερόταν στον Dostoyevsky ως τον μοναδικό ψυχολόγο από τον οποίο είχε να μάθει κάτι. Ο δε Albert Einstein είχε πει: «ο Dostoyevsky μου προσφέρει πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε επιστήμονα». Ο Freud έγραψε το άρθρο «Ο Dostoyevsky και η Πατροκτονία» και αν και είναι κριτικός απέναντι στο έργο του συγγραφέα, κατατάσσει τους αδερφούς Καραμάζοφ μεταξύ των τριών σπουδαιότερων έργων λογοτεχνίας. Ο Albert Camus αναγνώριζε στον Dostoyevsky τον σπουδαιότερο προφήτη του 20ού αιώνα, ενώ τόσο ο Nietzsche όσο και ο Sigmund Freud έχουν εμπνευστεί και  αντλήσει σκέψεις από το έργο του.

«Υπάρχει κάτι στον πυθμένα κάθε νέας ανθρώπινης σκέψης, κάθε ιδιοφυούς σκέψης ή ακόμα και σε κάθε σοβαρή σκέψη που δημιουργείται από οποιοδήποτε εγκέφαλο, που δεν μπορεί να μεταδοθεί σε άλλους ακόμα και αν κάποιος γράψει τόμους γι αυτή και εξηγήσει την ιδέα κάποιου για τριανταπέντε χρόνια. Υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να προκληθεί από το μυαλό και παραμένει μαζί σου για πάντα. Και με αυτό θα πεθάνεις, χωρίς να μεταδώσεις σε κανέναν ίσως την πιο σημαντική σου ιδέα» (Ο Ηλίθιος).

Στις 28 Γενάρη (9 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο), ώρα 8.36 το βράδυ, ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι πέθανε. Τα νέα για το θάνατο του Ντοστογιέφσκι τάραξαν αφάνταστα τους Ρώσους της Αγίας Πετρούπολης. Για δυο συνεχείς ημέρες, 29-30 του Γενάρη, το διαμέρισμα της Οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5 κατακλυζόταν από κόσμο, που συνέρρεε για το τελευταίο αντίο - μπροστά στο ξεσκέπαστο φέρετρο στη μέση του γραφείου του - στον πολυαγαπημένο του συγγραφέα. Όλα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν κατάμεστα με κόσμο. Μεγάλες μορφές της ρωσικής λογοτεχνίας συνωστίζονταν γύρω από το φέρετρό του. Στην κηδεία του “εθνικού λογοτεχνικού ήρωα” παρευρέθησαν πάνω από 40.000 άνθρωποι. Είχε προλάβει να γράψει στους Αδελφούς Καραμάζοφ «Το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης δεν βρίσκεται στο να μένουμε απλώς ζωντανοί, αλλά στο να βρούμε κάτι για να ζούμε».

Πήρε ένα μπουκάλι λέξεις από το ράφι του σκοτεινού Υπογείου, το ανακίνησε κι άρχισε με προσοχή να τις σταλάζει μία, μία  στα οστά της εποχής του. Πολλές φορές οι λέξεις είναι πιο ισχυρές και από το πιο δυνατό οξύ, καίνε το παρόν μέχρι τα βάθη των ονείρων και το παρελθόν έως την καρδιά της αμόλυντης εφηβείας. Ξημέρωνε όταν έφτασε στο πλατύσκαλο του σύμπαντος, έπεφταν σαν πολυκαιρισμένοι σοφάδες τα τελευταία κομμάτια του σκότους. Για να χορτάσει κανείς, για να ντυθεί, για να ξεδιψάσει πρέπει να φιλιώσει με κάποιο Έγκλημα για να ζεσταθεί και να ησυχάσει πρέπει να ντυθεί κατάσαρκα μια Τιμωρία. 

Ξημέρωνε και πονούσε γιατί το άγγιγμα που θα ζωγράφιζε ένα χαμόγελο στη ρυτιδωμένη ψυχή του άργησε όσο ένας σκοτεινός αιώνα και κάμποσες Λευκές Νύχτες. Όσα χρόνια και να περάσουν, όσες φορές και να αναμηρυκάσω τις σκέψεις του, τις σελίδες του, τα βιβλία του, πάντα θα με βγάζουν στο μελαγχολικό ξέφωτο της εφηβείας μου, εκεί που έδινα μάχη για να τον καταλάβω, αλλά μάταια, γιατί μπορούσα μόνο να τον αισθανθώ.

 

Διαβάστε επίσης