Ο πληθωρισμός ως πιθανός αρνητικός παράγοντας διαχείρισης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης

του Ηρακλή Ρούπα, οικονομολόγου

 

Το ερώτημα που εγείρεται λόγω του νέου πλαισίου διαφωνιών ως προς την υπό διαμόρφωση πολιτική ενεργειακής μετάβασης (taxonomy) της ΕΕ είναι αν θα  προκληθούν καθυστερήσεις στην εκταμίευση κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης.

Η πιθανότητα μπορεί να φαντάζει μικρή. Έχει όμως την βάση της στην κουλτούρα του μέχρι σήμερα τρόπου διαπραγμάτευσης των χωρών της ΕΕ. Ειδικά όταν στην παρούσα φάση, γίνεται συνολική συζήτηση για το ποια φιλοσοφία ανάπτυξης θα επικρατήσεις τις επόμενες δεκαετίες και μία πρώτη καθυστέρηση έχει ήδη καταγραφεί.

Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης πρέπει να κατευθυνθούν σε έργα και ενέργειες συνολικής αναδιάρθρωσης της παραγωγικής φιλοσοφίας της χώρας. Την ίδια στιγμή που το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά τον Νοέμβριο παρουσίασε αύξηση 93,1%. Ενώ κατά το 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2021 αυξήθηκε σε ποσοστό 29,9%. Βασικό και διαχρονικό πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας που πρέπει να αντιμετωπισθεί από όποια αναπτυξιακή πολιτική επιλεγεί.

Αν συνυπολογίσουμε δε την παράμετρο πληθωρισμού, που αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που, αν δεν υπάρξει προσεκτικά σχεδιασμένη στόχευση, είναι πιθανόν να αλλοιωθούν σημαντικά τα θετικά αποτελέσματα των ροών του Ταμείου. Αν η αναπτυξιακή πολιτική δεν αντιμετωπίσει τις χρόνιες ενδογενείς στρεβλότητες της οικονομίας -όπως προκύπτει μέχρι σήμερα- η επιδείνωση του εμπορικού ελλείματος, καθώς και οι πληθωριστικές πιέσεις θα οδηγήσουν αυτόματα σε έναν νέο μακροπρόθεσμο αρνητικό αναπτυξιακό εγκλωβισμό της οικονομίας. Η δε γεωστρατηγική παράμετρος της ενεργειακής εξίσωσης αναμένεται να δημιουργήσει σημαντικές αποκλίσεις ως προς την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής.

Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο στο 5%, ενώ στην Ελλάδα άγγιξε το 4,4%. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών, από τον Ιανουάριο του 1997 όταν και δημιουργήθηκε η Eurostat. Θα πρέπει να αξιολογηθεί αν πρόκειται για παροδικό φαινόμενο που οφείλεται στην αδυναμία της παραγωγής να υπολογίσει και να προβλέψει ορθά τα επίπεδα ζήτησης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Ένα πρόβλημα που αναμένεται να παραμείνει για διάστημα τέτοιο που θα προκαλέσει στρεβλότητες στις πλέον αδύναμες οικονομικά χώρες καθώς η ΕΚΤ επισημαίνει την ανάγκη αναθεώρησης προς τα επάνω των προβλέψεων για τον πληθωρισμό εξαιτίας της προσπάθειες των χωρών της ΕΕ μετάβασης προς την «πράσινη ενέργεια». Εξαιτίας των εκτιμήσεων αυτών, προβλέπεται οι πληθωριστικές πιέσεις να παραμείνουν υψηλές για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Εάν ισχύσει αυτό το δεδομένο, τότε θα  είναι απίθανο να διατηρηθεί σε επίπεδα άνω του 4% έως το τέλος του 2ου τριμήνου 2022 και μετά να αρχίσει να αποκλιμακώνεται με ταχείς ρυθμούς, όπως προβλέπουν αρκετοί οικονομολόγοι.

Μία περεταίρω ανάλυση οδηγεί  στην επισήμανση πως η ενεργειακή παράμετρος του πληθωρισμού έχει δύο σημεία αναφοράς. Το βραχυπρόθεσμο, όπως ορίζεται από μεγάλο αριθμό οικονομολόγων και τον γεωστρατηγικό όπως αυτός αναδεικνύεται κάθε φορά που κυοφορείται διεθνής εμπλοκή όπως η κρίση στην Ουκρανία και πρόσφατα στο Καζακστάν. Το δεύτερο αυτό σημείο – ως μη ελέγξιμο- αποτελεί τον απρόβλεπτο παράγοντα στον ευρύτερο προγραμματισμό των χωρών της ΕΕ.  Εξαιτίας αυτής της παραμέτρου είναι ανάγκη η κυβέρνηση να κινηθεί εκτός πλαισίου της πεπατημένης καθώς οι θετικές προβλέψεις των ειδικών είναι πιθανόν να μην επαληθευθούν.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τον Νοέμβριο ο δείκτης τιμών καταναλωτή σημείωσε εξαιρετικά επώδυνες μεταβολές σε κρίσιμες κατηγορίες όπως Διατροφή (3,9%), Στέγαση(17,7%), Διαρκή αγαθά (2,3%) και Μεταφορές (9,3%). Επιδόσεις που αν συνεχισθούν με την ίδια δυναμική, αναμένεται να θέσουν ένα δύσκολο αναπτυξιακό δίλημμα στην κυβέρνηση. Ένα δίλημμα που δεν θα είναι δυνατόν να επιλυθεί μόνο με πυροσβεστικές παρεμβάσεις όπως επιδότηση ενεργειακού κόστους, ή αλλαγή των ηλεκτρικών συσκευών. Ο παρατηρούμενος εξωραϊσμός της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται μπορεί να αποτελεί βραχυπρόθεσμα μονόδρομο. Μακροπρόθεσμα όμως, δεν αναδεικνύει τον αναπτυξιακό ριζοσπαστισμό που απαιτείται από τις συγκυρίες.

Δυστυχώς, η μη έγκαιρη εκτίμηση των εκτός οικονομίας κυοφορούμενων εξελίξεων οδήγησε την κυβέρνηση σε αναίτια επίσπευση απενεργοποίησης των λιγνιτικών μονάδων με μονοδιάστατη έμφαση στην ενεργειακή μετάβαση στις ΑΠΕ χωρίς προγραμματισμένο μεταβατικό στάδιο. Για την ίδια ενεργειακή μετάβαση που σήμερα -εκτός των γεωπολιτικών αναταραχών- θα περάσει από τις συμπληγάδες των εσωτερικών διαφωνιών των χωρών της ΕΕ. Η επικράτηση του σεναρίου περί διατήρησης του πληθωρισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από το γεγονός ότι θα προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τις θετικές επιπτώσεις από την αναπτυξιακή συνεισφορά των κονδυλίων του Αναπτυξιακού Ταμείου παρά τις όποιες συμφωνίες ως προς την τιμή προμήθειας φυσικού αερίου από την Gazprom.

Με εκτιμώμενο πληθωρισμό 5% για τις χώρες της Ευρωζώνης για το 2022, αλλά προβλεπόμενη ανάπτυξη για την Ευρώπη στο 4,2%, γίνεται αντιληπτό το γεγονός πως η πραγματική επίπτωση στην συνολική ονομαστική αναπτυξιακή αναδιάρθρωση της χώρας θα είναι μηδενική εφόσον δεν κατορθώσει η οικονομία να σημειώνει ρυθμούς ανάπτυξης που να αποτυπώνουν πραγματικούς ρυθμούς πέραν του 3%. Ήτοι επίπεδο άνω του 7%, για όσο διάστημα διατηρηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Στόχος σχεδόν ουτοπικός.

Το ζητούμενο όμως πλέον δεν είναι μόνον η αυτονόητη εύρεση της σωστής ισορροπίας για μακροοικονομική πολιτική, τόσο δημοσιονομική όσο και νομισματική, ώστε να επιτραπεί μια συνεχής ανάκαμψη χωρίς ανεξέλεγκτες δημοσιονομικές εξελίξεις. Είναι η ορθή διάγνωση των μελλοντικών οικονομικών εξελίξεων και η προσαρμογή της αναπτυξιακής πολιτικής σε προγράμματα στήριξης μίας ριζοσπαστικοποίησης της φιλοσοφίας ανάπτυξης, ως αμυντικό εργαλείο σε αναμενόμενες συνεχείς διεθνείς αναταράξεις.

Σε αντίθετη περίπτωση, τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα διαίρεσης της ΕΕ ως προς την ενεργειακή μετάβαση και το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, το ενεργειακό κόστος και η αναμενόμενη συνεχής αύξηση του κόστους δανεισμού της χώρας, ίσως διαμορφώσουν ένα νέο περιβάλλον εγχώριας κρίσης συντομότερα από το πιθανώς προβλεπόμενο. Άλλωστε, μία χώρα δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται σε επιδοματικές πολιτικές βραχυπρόθεσμης μόνον αποτελεσματικότητας.

https://www.mononews.gr/

Διαβάστε επίσης