Η διεθνοποίηση του ευρώ και η σημασία της

Του Αθ. Χ.Παπανδρόπουλου

 

 

Κοινή αγορά χωρίς ενιαίο νόμισμα δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί αργά ή γρήγορα οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις θα την διαλύσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε κάποια φάση της πορείας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), ο Γάλλος φιλελεύθερος πρόεδρος Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Χαλμαντ Σμιτ, έβαλαν κάτω τα νούμερα και αποφάσισαν να δημιουργήσουν το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα που στην αρχή ονόμασαν ecu.

Τελικά δε, χάρη στις προσπάθειες του Γάλλου σοσιαλδημοκράτη προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ (1985-1995), που εδραίωσε την ενιαία αγορά, το σημερινό ευρώ μπήκε στη ζωή των Ευρωπαίων το 1999 και άρχισε να κυκλοφορεί το 2002.   

Η δημιουργία ετσι ενός πιθανού ανταγωνιστικού αποταμιευτικού νομίσματος για το δολλάριο ήταν μια εξέλιξη που ανέτρεπε τότε αρκετά από τα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας. Άρχισαν έτσι οι συστηματικές επιθέσεις κατά του ενιαίου ευρωπαικού νομίσματος, το οποίο από πολιτικής πλευράς ήταν εξαιρετικά απροστάτευτο. Πολύ απλά γιατί δεν είχε πίσω του τη στήριξη μιας ενιαίας πολιτικής εξουσίας και ακόμα χειρότερα πέρα από τη νομισματική υφή του, οικονομικά ήταν. αδύναμο.   Για  μια περίοδο έτσι, οι υπεύθυνοι της διαχείρισης των συναλλαγματικών αποθεμάτων των από τον κόσμο κεντρικών τραπεζών το έβλεπαν με καχυποψία,αν όχι εχθρότητα.

Σήμερα όμως, με αφορμή την υγειονομική κρίση, αλλά και τις αισθητές ανατροπές στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα η ευρωζώνη, έχουν μια νέα και σημαντική ευκαιρία να καθιερώσουν το ευρώ ως διεθνές αποταμιευτικό νόμισμα. Και τούτο διότι, από την 15η Ιουνίου 2021, όταν εκδόθηκε ομόλογο 20 δισ. ευρώ ως μέρος του προγράμματος Next Generation, έγινε ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρώτον διότι τονώνονται οι ευρωπαϊκές οικονομίες και δεύτερον γιατί ενισχύεται η οικονομική διάσταση του ευρώ. 

Είναι προφανές ότι τα νέα ευρωπαϊκά ομόλογα, μπορούν να αποδειχθούν ισχυροί ανταγωνιστές των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου ως εναλλακτικό στοιχείο ενεργητικού με ισχυρή ασφάλεια.

Ο ρόλος των νομισμάτων είναι - κατά κύριο λόγο - η διευκόλυνση των συναλλαγών ανθρώπων και επιχειρήσεων στο εσωτερικό των συνόρων των τόπων όπου εκδίδονται τα εν λόγω νομίσματα. Όμως, το να υπάρχει διαθέσιμη μια διεθνής παρουσία τους είναι κάτι που βοηθάει από πολλές πλευρές. Πα τις επιχειρήσεις, η δυνατότητα να εκφράζεται η αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών τους στο εγχώριο τους νόμισμα και όχι, για παράδειγμα, σε δολάρια σημαίνει λιγότερες διαταράξεις όταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων αναπόφευκτα κυμαίνονται. Η έκδοση, πάλι, ενός νομίσματος το οποίο είναι πρόθυμοι να διακρατούν και ξένοι, διευκολύνει τις κυβερνήσεις να προσπορίζονται φθηνά κεφάλαια απ' αυτούς. Κάτι τέτοιο, με τη σειρά του, σημαίνει χαμηλότερο κόστος δανεισμού για τράπεζες και για επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, ο «Εκόνομιστ» επισημαίνει ότι στην παρούσα περίοδο, το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα είναι γενικότερα διαθέσιμο πέρα από τα σύνορα των 19 χωρών που το χρησιμοποιούν ως νόμισμά τους. Κάπου δύο ντουζίνες χωρών έχουν τα δικά τους νομίσματα συνδεδεμένα με το ευρώ, κατά κάποιον τρόπο - αν και, κατά κύριο λόγο, πρόκειται για πρώην ευρωπαϊκές αποικίες, ή πάλι για κοντινούς γείτονες. Μεταξύ 1/3 και 1/2 του συνόλου των χαρτονομισμάτων του ευρώ, κατ' αξίαν, διακρατούνται εκτός Ευρωζώνης σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα / Ε.Κ.Τ. Μολαταύτα, όποια μέτρηση κι αν χρησιμοποιήσει κανείς για να αποτιμήσει τη διεθνή χρήση του, το ευρώ προκύπτει δεύτερο εξ αποστάσεως άμα συγκριθεί με το δολάριο.

Σχεδόν 1/5 του συνόλου των αποθεμάτων εις χείρας των κεντρικών τραπεζών, καθώς και αντίστοιχο ποσοστό των διασυνοριακών δανείων ή ομολόγων, είναι εκπεφρασμένα σε ευρώ - ενώ την ίδια στιγμή το αντίστοιχο μερίδιο του δολαρίου είναι 60%. Βέβαια, το μερίδιο που κατέχει το ευρώ στις πληρωμές για συναλλαγές είναι πολύ πλησιέστερο προς το αντίστοιχο μερίδιο του δολαρίου. Αυτό δεν θα πρέπει να παραξενεύει, καθώς η E.E. αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της υφηλίου σε αγαθά και υπηρεσίες. Και πάλι όμως, οι πρώτες ύλες (για παράδειγμα, το πετρέλαιο ή το βαμβάκι) κατά κανόνα τιμολογούνται σε δολάρια...

Εξ ού και τα διάφορα κερδοσκοπικά και πολιτικά παιχνίδια που παίζονται εσχάτως και που αποκοπούν στη δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων.

Για την Ευρώπη ωστόσο, στην προσπάθειά της να μειώσει την κυριαρχία του δολλαρίου, μετά τη «μαύρη» περίοδο 2008-2020, υπάρχουν δύο θετικές μεταβολές.

Η πρώτη είναι η μεταβολή της στάσης των Η.Π.Α. όσον αφορά την άσκηση διεθνούς οικονομικής πολιτικής - τουλάχιστον κατά τα χρόνια της προεδρίας Τραμπ. Η εκδοχή εγωκεντρικού προστατευτισμού που εφάρμοσε ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις που συνοδεύουν την ιδιότητα εκδότη του βασικού αποθεματικού νομίσματος του πλανήτη. Ακόμη όμως και υπό την συναινετικότερη διακυβέρνηση Μπάιντεν, η Ευρώπη ανησυχεί κατά πόσον τα συμφέροντά της θα βρίσκονται πάντα ευθυγραμμισμένα με εκείνα των ΗΠΑ. Το να στηρίζεται κανείς στο δολάριο θεωρείται - δυνητικά - ότι δημιουργεί ακόμη πιο ευάλωτη κατάσταση απ' ό,τι προηγουμένως.

Η δεύτερη μεταβολή υπήρξε πιο απρόβλεπτη, προέκυψε δε ως επίπτωση της πανδημίας του κορονοϊού. Ενώ η προηγούμενη παγκόσμια ύφεση είχε φέρει το ευρώ στο χείλος του γκρεμού, αυτή τη φορά η άμεση δραστηριοποίηση της Ε.Κ.Τ. και των εθνικών κυβερνήσεων της E.E. προκειμένου να στηρίξουν τις οικονομίες τους έτυχαν ευμενούς υποδοχής. Αυτή η ανταπόκριση στις απαιτήσεις της μάχης τόνωσε την αξιοπιστία του ευρώ σε φάση κρίσης - δηλαδή αυτό ακριβώς που αποτελεί καίριο χαρακτηριστικό ενός παγκόσμιου νομίσματος.

Περισσότερο όμως κι απ' αυτό, η Ευρωζώνη ανταποκρίθηκε στην κρίση τροποποιώντας την αρχιτεκτονική του ενιαίου νομίσματος κατά τρόπο που μάλλον να ενισχύει τη διεθνή του ελκυστικότητα. Πρόκειται για μια σχετική καινοτομία για την Ευρώπη, όπου κατά κύριο λόγο ο δανεισμός γίνεται από τις εθνικές κυβερνήσεις, η πιστοληπτική αξιολόγηση των οποίων εν γένει είναι άνιση. Το νέο πανευρωπαϊκό ομόλογο δημιουργεί πλέον μια δυνατότητα να αποταμιεύουν οι επενδυτές σε ευρώ χωρίς να αναλαμβάνουν πιστοληπτικό κίνδυνο (όπως δεν συνέβαινε αν, για παράδειγμα, δάνειζαν στην Ιταλία).

Η έλλειψη ενός τέτοιου «ασφαλούς στοιχείου ενεργητικού» ήταν ένα από τα στοιχεία που δυσχέραιναν τη διεθνή χρήση του ευρώ. Όλες οι διασυνοριακές πράξεις, από τη διαχείριση αποθεμάτων από μέρους των κεντρικών τραπεζών μέχρι τον δανεισμό των επιχειρήσεων σε ξένο νόμισμα, έχουν ως φόντο την ύπαρξη ενός στοιχείου αναφοράς το οποίο να μην διαλαμβάνει διακινδύνευση. Μέχρι σήμερα, ως ατελές υποκατάστατο για κάτι τέτοιο λειτουργούσαν τα γερμανικά ομόλογα - όμως οι εκδόσεις των ομολόγων NGEU «συμβάλλουν στο να καταστεί το ευρώ καλύτερο υποκατάστατο για το δολάριο», εξηγεί ο Ρεζά Μογκάνταμ της Morgan Stanley.

Και σηματοδοτεί μια νέα εποχή για το ευρώ, η οποία όμως κρύβει και αρκετές παγίδες που έχουν έτοιμες οι αντίπαλοί του.      

Διαβάστε επίσης